Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Ο ΧΡΟΝΟΣ TOΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ

«Ουδέποτε απεδείχθη αληθεστέρα ή παροιμία ότι ή φτώχεια θέλει καλοπέραση. Ενώ μόνο δια  του φόρου οικοδομών ο λαός της πρωτευούσης χρεωστεί σήμερον και εκατόν χιλιάδας δραχμών, ο λαός των Αθηνών το ρίχνει κάνε βράδυ έξω, να ξεσκάση, να ξεχάση τα βάσανα της αναπαραδιάς. Ευρήκε δε προς τούτο την ευθηνοτέραν διασκέδασιν, με τον επικρατούντα εφέτος συρμόν των ανατολικών μουσικών και τραγουδιών με τρεις πεντάρας δια τον δίσκον και άλλας τρεις δια τον καφέ, απλώνει την αρίδα του μακαρίως και κάμνει κέφι επί τέσσαρας ή πέντε ώρας, εις εν των καφέ αμάν της πόλεως, έπειτα ποτισμένος από την γλυκείαν νάρκη του ραχατλίδίκου αμανέ, καταφέρεται προς ύπνον ηδέως»
Ραμπαγάς, 27 ' Ιουλίου 1886



Οι νοοτροπίες, όπως και η ψυχική μας διάθεση, εγγράφονται στην σωματική μας στάση. Στο κείμενο πού ακολουθεί θα προσπαθήσω να σχολιάσω αυτό που δηλώνει για τον πολιτισμό μας η απλωμένη αρίδα του θαμώνος πού εικονογραφείται στο δημοσίευμα. Όσοι έχουν χρονομετρήσει Ιταλό να πίνει τον «εσπρέσο» του καταλαβαίνουν αμέσως την κοινωνική σημασία του να περνά κανείς τη μισή μέρα στο καφενείο.
Ό καφές πίνεται πάντοτε με αργές κινήσεις, όπως με αργές κινήσεις καπνίζεται το τσιγάρο πού τον συνοδεύει (μέχρι περίπου την δεκαετία του '60 προσφερόταν στα καφενεία και  ναργιλές - ή συνήθεια αυτή έχει εκλείψει). Στο καφενείο διατηρείται επίσης ένα στοιχείο το οποίο οι σύγχρονες κοινωνίες τείνουν να περιορίσουν στην παιδική ηλικία: το παιχνίδι. Στα καφενεία από πολύ παλιά συνηθιζόταν το τάβλι, τα χαρτιά, και σπανιότερα το σκάκι και το ντόμινο. Στο σημείο αυτό αναδύεται ένα ερώτημα βαθύτατα πολιτικό: τι είδος πολιτισμού προϋποθέτει μια τόσο σπάταλη διαχείριση του χρόνου;
Ή άποψη πού θα υποστηρίξω είναι ότι οφείλουμε τη δημιουργία μερικών από τα μεγαλύτερα αγαθά του πολιτισμού μας, όπως είναι ή δημοκρατία και ή λογοτεχνία, ακριβώς σ αυτήν την σπατάλη. Μ' αυτήν την έννοια ο χαμένος χρόνος είναι ο μοναδικός κερδισμένος. Ό στίχος «μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο μορφώνονταν οι βουλές της ποιήσεως μου» είναι γνωστό ότι έχει γραφτεί από έναν ποιητή πού υπήρξε φανατικός φίλος των καφενείων. Αντιθέτως τώρα, ή εποχή του time is money (ο χρόνος είναι χρήμα) είναι υπεύθυνη όχι μόνο για την κρίση της δημιουργίας, αλλά και για την άνθηση των ψυχοθεραπευτικών κέντρων.
Στην Ελλάδα τα φιλολογικά καφενεία (κατά το πρότυπο των γαλλικών "cafe litteraire") στέγασαν μερικές από τις σημαντικότερες φιλολογικές διαμάχες του αιώνα μας. Στο καφενείο Νέον Κέντρον μια ομάδα λογίων με επικεφαλής τον Γ. Μαρτζώκη υποστήριζε ότι ή τέχνη θα πρέπει να έχει ηθικό περιεχόμενο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μια άλλη ομάδα ποιητών, αυτή των λεγόμενων Ουαϊλδιστών, (μεταξύ των οποίων και ο Ν. Λαπαθιώτης) μετακινήθηκαν στο διπλανό καφενείο, στο καφενείο Βύρων, για να διαχωρίσουν την θέση τους. Οι συζητήσεις γύρω από την αξία του Φουτουρισμου, την ποίηση του Παλαμά, την σύγκρουση με το ποιητικό κατεστημένο της γενιάς του 80, έχουν γίνει με την συνοδεία του ευγενούς στοχαστικού ροφήματος του καφέ. Το κλίμα ήταν τόσο έντονο πού κάποτε μετέδιδε στα γκαρσόνια τη συνήθεια να σκαρώνουν στίχους.
Έκτος όμως από τη φιλολογία, τα καφενεία αποτέλεσαν -και αποτελούν σ’ ένα βαθμό- έναν από τους κύριους χώρους διακίνησης των πολιτικών ιδεών. Το καφενείο «Ωραία Ελλάς», ιδρυθέν το 1839, διαδραμάτισε σημαντικότατο πολιτικό ρόλο. Σε αυτό σύχναζαν αγωνιστές του ‘21. Εκεί καίγονται φύλλα της φιλομοναρχικής εφημερίδας Έλπίς και οργανώνεται γενικά έντονη αντιοθωνική δραστηριότητα. Εκεί θα συγκροτηθεί ή ομάδα συμπαράστασης στον συλληφθέντα Αλ. Σούτσο, και στους μαρμάρινους πάγκους του ο Αχ. Παράσχος θα γράψει θερμά ποιήματα αλληλεγγύης.
Η έκδοση του αναρχικού περιοδικού Ανατροπή (Δημοσιογραφικού οργάνου του Ανατρεπτικού των πάντων Συνδέσμου) ξεκινά το 1912 από το καφενείο Βύρων. Η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε αμέσως, και τα περισσότερα φύλλα του καταστράφηκαν στην πυρά μόλις ο αθώος και ανυποψίαστος καφετζής αντελήφθη περί τίνος ακριβώς επρόκειτο. Ό κατάλογος είναι βέβαια δειγματοληπτικός, διαφορετικά δεν θα είχε τέλος.
Αυτό πού μπορούμε να παρατηρήσουμε τελειώνοντας είναι ότι το καφενείο, από τον ιε’ αιώνα πού εμφανίζεται στην Ανατολή, και περίπου από την περίοδο πριν την ελληνική επανάσταση πού μαρτυρείται στην Ελλάδα, ήταν πάντοτε ένας χώρος όπου ο χρόνος κυλάει αργά και ήρεμα. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ή ιστορία των ρολογιών του χεριού δεν ξεπερνά τον έναν αιώνα, για να συνειδητοποιήσουμε την κοσμοϊστορική αλλαγή πού συμβαίνει με την μετάβαση από το «θα περάσω το απόγευμα» μέχρι το ακριβές «rendez vous» (ραντεβού) της σημερινής εποχής.
Αν μου επιτραπεί ένα – λίγο απότομο έστω – πέρασμα από τον καφέ στην θεωρία, θα έλεγα ότι από το δημοσίευμα του 1886 με το όποιο ξεκίνησα μέχρι σήμερα ή κοινωνία μας δεν μπορεί να είναι τόσο πιο φτωχή. Οι άνθρωποι σήμερα εργάζονται περισσότερες ώρες απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας τους. Αυτή δεν είναι βεβαίως μια κριτική στον εργαζόμενο πού αγωνίζεται να εξασφαλίσει την επιβίωση του – είναι όμως μια κριτική προς τις κοινωνίες πού ιδρώνουν για να συλλάβουν, να σχεδιάσουν και να κατασκευάσουν μαζικά τα κουμπιά πού ανεβοκατεβάζουν τα παράθυρα του αυτοκινήτου, προσποιούμενες ότι πρόκειται για την επιβίωση τους. Θα πρέπει λοιπόν να θυμηθούμε ότι στην ελληνική γλώσσα ή λέξη δουλειά προέρχεται από τη λέξη δουλεία και στέλεχος θα πει κούτσουρο, για να αντιτάξουμε στην εποχή του πολυθρύλητου αυτού εκσυγχρονισμού τον ελάχιστο αναχρονισμό μας, πίνοντας τον καφέ μας με την ησυχία μας.

Κωνσταντίνος Πουλής
Κοινωνιολόγος
*** Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο Φύλλο 8 του Παρατηρητή (1996)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου