Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης
«Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά, στην αγορά, στο Λαύριο…» (Διον. Σαββόπουλος)Άσμα ηρωικόν ; Άσμα πένθιμον; Ή άσμα εσπερινά λυπητερόν για τον όπου γης χαμένο, αταυτότητο και μηκέτι ελπίδα έχοντα …«ξενίτη»*; Ποιος να ξέρει;
Και είναι να μελαγχολείς τα μάλα, καθώς βλέπεις και βλέπεις με τα καθαρά μάτια του ξανθού Απρίλη, πως δεν έχεις να προσθέσεις κι εσύ τίποτα για το Πάσχα που ‘ρχεται… Ούτε καν μια μικρή ευχή εαρινής ελπίδας.
Και είναι να απογοητεύεσαι τα μάλα, όταν ξέρεις και ξέρεις καθαρά πως κι αυτό το Πάσχα – σαν τα χιλιάδες Πάσχα που περάσανε – δεν θα φέρει (τίποτα δεν «έρχεται» από μόνο του, μόνο ο σεσηπώς θάνατος και τα πετροχελίδονα) την Ανάσταση που περιμένεις.
Και είναι, τότε, να πονάς και να πονάς πολύ και περισσότερο πολύ όταν ξέρεις και ξέρεις καθαρά και «λαμπρινά» πως αυτοί που «ανασταίνονται» είναι πάντα οι ίδιοι. Ιεροφάντες και Ιερατεία, Θεοί, προφήτες και μικροθεοί. Κι εσύ, ο μάρτυρας αμνός, ο μικρός πρίγκιπας και χρήσιμος Χριστός της ζωής να παραμένεις στον Σταυρό ενός πεθαμένου θανάτου. Με τον ακάνθινο στέφανο επί της αποστεωμένης κεφαλής σου. Πάνω στην κορυφή των κυμάτων. Μέσα στην άβυσσο των κυμάτων. Στην Λαμπεντούζα, στο Φαρμακονήσι, στην Αμυγδαλέζα. Στην «σούδα» του ερειπωμένου χαμόσπιτου. – «Μάνα δεν είμαι, πια, καλά… Βόηθα μάνα, το παιδί, βόηθα το. Έτσι, μόνο, μάνα θα σωθείς. Έτσι, μόνο, μάνα θα σωθώ. Έτσι θα σωθεί κι ο κόσμος».
Κι είναι, τέλος, ν’ απορείς, που η πραγματικότητα σε αναγκάζει να απορείς για όλα αυτά που δεν θα έπρεπε καν να απορείς. Και να θλίβεσαι. Για το χυμένο, πάνω στον οξειδωμένο ασβέστη, άλικο αίμα. Για το μπαμπάκι στα ρουθούνια «της σταυρωμένης Άνοιξης».
Πασχαλιές, βιολέτες μωβ, κρινάκια μωβ, μενεξέδες μωβ και κόκκινες, αιμάτινες, τουλίπες και παπαρούνες κατακόκκινες να στολίζουν, ως ακριβώς το θέλει η θρησκεία και η παράδοση, Επιταφίους. Και να «βαραίνουνε» θαμπά το επιταφιακό αεράκι. Με ένα μεθυστικό, μουντό και υπνωτικό του θανάτου άρωμα. Όλο το Μεγαλοβδόμαδο ένα τέτοιο άρωμα. Λιβάνι και πιόμα από «κυκεώνα» στο δρόμο για την Ελευσίνα. Στα «μουσκεμένα χιλιόμετρα».
Όμως… και πάλι θ’ αναστηθεί ο Χριστός. Και πάλι θ’ αναστηθεί ο Βήλος, ο Άδωνις ο Όσιρις… Μόνο που η Ανάσταση θ’ αργήσει… Κι ο Αίνος του νωπού κόκκινου.
Κόντρα στον καιρό, λοιπόν, καπετάνιο, όρτσα τα πανιά, Θαλάσση. Για την κορυφή στον Όλυμπο. Εκεί που ανασταίνονται αναστάσιμα τα φυτά και τα λουλούδια. Η ζωή και το μηδέν.
Γι’ αυτό, Χριστός… Ανέστη, Χριστέ.
…Και να το θέλει η Αθηνά… μα και τα λιγνά σου χέρια.
«Με όρτσα την ψυχή, μα άρμη στα χείλια» (Οδ. Ελύτης)
* Ξενίτης: Αυτός που όπου κι αν βρεθεί είναι πάντα ξένος. Ακόμα και στην χώρα του. (Από το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου: «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου