Μέρος Α’
Ξεκίνησα την καριέρα μου πολύ πριν, εννοείται, της αγαλματοποίησής μου, σαν ένας ενδιαφέρων και πρωτοπόρος οραματιστής. Για κάποιους, μάλιστα, εθεωρούμην και ως άκρως επικίνδυνος. Προχώρησα σαν επαναστάτης, συνέχισα διαπραγματευτής και κατέληξα, όπως με βλέπετε εδώ, με τα Φράγκικα, ένας επιτυχημένος ισορροπιστής διπλωμάτης. Κάποιοι, βέβαια, υποτονθορίζοντας με χαρακτήριζαν και εις ολίγον κωλοτούμπα και εις ολίγον σούρτα-φέρτα. (Άλλο τίποτα στις μέρες σας). Αλλά, τι να κάνουμε, αυτά λέγονται. Από τις δευτεράντζες, βέβαια.
Τέλος πάντων. Τα φώτα, τώρα, πάλι πάνω μου. Έστω κι αν δεν έχω καλοκαταλάβει, ακόμα, γιατί η δικαίως αγαλματοποιημένη persona μου (μπαξές με πολύχρωμα ζαρζαβατικά) τοποθετήθηκε, ειδικά σ’ αυτήν εδώ την πλατεία ανάμεσα σε δυο τεράστιες κλαίουσες. Ξέρετε, εκείνα τα δέντρα (δεν θα πω ψυχοπλακωτικά, αλλά χάθηκε, βρε αδελφέ, ένας πλάτανος;) με το άκρως φαιόχρουν φύλλωμα και τα κλαδιά στην φορά της, τάχα μου τώρα, ταπεινότητας και της χριστιανικής καταλλαγής.
Το βάθρο μου, όμως… άλλο πράμα. Ανάλογο του εντυπωσιακού μου φαίνεσθαι. Τεράστιο και μεγαλοπρεπές. Αν το έβλεπε (μυαλά κι αυτός – πολλοί υπάρχουνε) ο Μαύσωλος, ο σατράπης της Καρίας, ντε, πριν πεθάνει θα πέθαινε θάνατο ακαριαίο από αποπληξία.
Τώρα, δυο λόγια για την λοιπή διάταξη, τάξη και σειρά στην Πλατεία. Πέραν των ακραία πλεονασματικών τρα-πε-ζο-κα-θι-σμά-των, - ουφ, τι πληθωρισμός συλλαβών κι αυτός – (τρέμε Μπουρνάζι, τρέμε Ζοφριά, τρέμε άφραγκε Αγιαναργυριώτη – και που το πάτε, βρε αδελφέ;…) κάτω από κάθε κλαίουσα έχει τοποθετηθεί, ως έπρεπε και από ένα παγκάκι (το άλλοθι για τους πολλούς άφραγκους «περιπατητές» που λέγαμε). Στο αριστερό, καθώς με βλέπετε δηλαδή, παγκάκι μαζεύονται τα πρωινάδικα, συνήθως, όλες οι φρέσκες (και άνεργες) μαμάδες. Καθώς και το υπόλοιπο από τις «ωφελούμενες γυναίκες» των Προγραμμάτων «Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού!!!». ΕΣΠΑ, γαρ (έρμε Μακρυγιάννη…). Με τα κεφάλια …στον ντορβά. Τα σχόλια… εν αρχή γενικά, αόριστα έως και αδιάφορα. Ακολούθως με υπονοούμενα, έντονα πιπεράτα έως και extreme πιπεράτα για τις εκάστοτε, ατυχείς, απουσιάζουσες. Κι αν κάποια, εξαίρεση αυτή, πήγαινε κάτι άλλο καθημερινό να σχολιάσει (για τα φασολάκια που ακριβύνανε βρε αδελφέ, για το γάλα του μωρού…) μίζερη την ανεβάζανε, κομμουνίστρια την κατεβάζανε. Θεός φυλάξοι κι όλας.
Κι όταν ερχότανε η ώρα του ταΐσματος… εδώ να δεις. «Φάε, γιατί θα στο φάει αυτός… (και με δείχνανε). Το βλέπεις πόσο μεγάλος και χοντρός είναι; Και σένανε θα φάει. Έτσι είναι αυτοί…». Άντε, τώρα, με όλα αυτά που λέει αβασάνιστα η κάθε νεαρά κυρία, να διαμορφώσεις συνειδήσεις ηθικής και ιστορία με ιδανικά και πρότυπα. (Ευτυχώς που υπάρχουνε και οι πρόθυμοι και με κατανόηση πατριώτες ιστορικοί που …μνημονεύσαμε εν αρχή).
Στο άλλο παγκάκι, τώρα. Το αριστερό πάλι, (σύνδρομο κι αυτό) αλλά από την πλευρά που εγώ σας βλέπω. Κουτσοί, στραβοί, «χαζοί» και πονηροί, όλοι στον Άγιο (πάντα να ‘ναι καλά η αγιότης του) Παντελεήμονα. Ο χορός των γερόντων εδώ. Και καλά κρατεί κάθε μέρα. Με τα πονάκια τους, την πιεσούλα, τις εξετασούλες, τα «ακριβοθώρητα» φαρμακάκια τους, την «αμμωνία» τους στην βάση μου, τις χαμηλές βρισιές τους και την, κάποια μέρα, οριστική απουσία κάποιου… Για τα ευρουδάκια που τους λείπουνε (65% δώσατε, όμως, ραμολί σ’ αυτούς που σας τα κόψανε) για τον κυρ-γιατρό και το (μη μας ακούσει) εικοσαράκι που ζητάει μουλωχτά («Έλα μωρέ – δώσε ό,τι έχεις…») για τον …βαρετό «σαλό» και την επιμονή του για την «άλλη» κοινωνία που θάρθει, πιο δίκαιη για όλους…
Και το βράδυ… με τον ξέσκεπο τον ουρανό. Και το φως των άστρων ή το χιονιά. Κάθε παγκάκι και καημός. Κάθε παγκάκι και δυο ταΐστρες πόνου… Καλά κρυμμένου από το φως της μέρας. Με τα κουρέλια της κοινωνίας σας. Ακόμα και στις σούδες των καφενείων. Με τα «αδέσποτα»…
Για όλα αυτά που γίνονται και ξαναγίνονται και που ποτέ πια δεν λέγονται. Και για κείνο το, αχ!, το πεθαντικό (αιωνία η οδός, αλληλούια) «πούσαι νιότη πούδειχνες, πως θα γινόμουν άλλος».
Αυτά. Και νάσαι άγαλμα. Αυτή την εποχή. Αμίλητο, ακούνητο, αγέλαστο. Σαν κινέζικο στρατιωτάκι προ της «συμπαθούς» φούριας του κομμουνιστικού φιλελευθερισμού. Τραγωδία… Γι’ αυτό και είπα μια μέρα, μπορεί και νύχτα, μπαϊλντισμένος από τις μουρμούρες, τις συνειδησιακές επαναλήψεις και τις (για να λέγονται μόνο) κοινότυπες βρισιές και ανέξοδες απειλές, να κατέβω από το βάθρο μου. Να κατέβω και να κάνω «αγαλματικά» ένα γύρω την τοπική επικράτεια. Να κάνω την, τελευταία μου, μικρή επανάσταση, μια μικρή έστω ρωγμή στον χρόνο, στη μνήμη και στις συνήθειες του «βάθρου μου». Να δω, να περπατήσω (τρόπος του λέγειν – άγαλμα είμαι) για λίγο (εγώ το μπορώ – εσείς μπορεί και να μην το θέλετε) στο μέλλον της αγαλματικής μου επικράτειας.
Συνεχίζεται την ερχομένη Παρασκευή, 25 Ιουλίου 2014… Με ένα οδυνηρό οδοιπορικό στους τόπους των παιδικών αλλά και εφηβικών μας χρόνων… Που μεταλλάσσονται τώρα μέσα στο θειάφι.
Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης
Σαν άγαλμα με όνομα βαρύ (οι ιστορικοί της από δω πλευράς το βεβαιώνουν εύκολα. Οι της από κει… έτσι κι έτσι.) και ιστορία πολυσέλιδη, ένοιωθα ιδιαίτερη ικανοποίηση, όταν μάθαινα πως τοπικοί άρχοντες ανά την επικράτεια με είχανε μακράν πρώτο στη λίστα προτιμήσεως για την διακόσμηση των πλατειών τους. Συνήθως με τοποθετούσαν στο κέντρο της Κεντρικής Πλατείας. Κι αυτό όχι τυχαία. Ήξεραν κι εγώ το ήξερα, πως αποτελούσα μια sui generis περίπτωση αβανταδόρικου αγάλματος (Είπαμε, Άγαλμα με Άλφα κεφαλαίο… Όχι προτομές… Τσουρούτικα πράματα).Ξεκίνησα την καριέρα μου πολύ πριν, εννοείται, της αγαλματοποίησής μου, σαν ένας ενδιαφέρων και πρωτοπόρος οραματιστής. Για κάποιους, μάλιστα, εθεωρούμην και ως άκρως επικίνδυνος. Προχώρησα σαν επαναστάτης, συνέχισα διαπραγματευτής και κατέληξα, όπως με βλέπετε εδώ, με τα Φράγκικα, ένας επιτυχημένος ισορροπιστής διπλωμάτης. Κάποιοι, βέβαια, υποτονθορίζοντας με χαρακτήριζαν και εις ολίγον κωλοτούμπα και εις ολίγον σούρτα-φέρτα. (Άλλο τίποτα στις μέρες σας). Αλλά, τι να κάνουμε, αυτά λέγονται. Από τις δευτεράντζες, βέβαια.
Τέλος πάντων. Τα φώτα, τώρα, πάλι πάνω μου. Έστω κι αν δεν έχω καλοκαταλάβει, ακόμα, γιατί η δικαίως αγαλματοποιημένη persona μου (μπαξές με πολύχρωμα ζαρζαβατικά) τοποθετήθηκε, ειδικά σ’ αυτήν εδώ την πλατεία ανάμεσα σε δυο τεράστιες κλαίουσες. Ξέρετε, εκείνα τα δέντρα (δεν θα πω ψυχοπλακωτικά, αλλά χάθηκε, βρε αδελφέ, ένας πλάτανος;) με το άκρως φαιόχρουν φύλλωμα και τα κλαδιά στην φορά της, τάχα μου τώρα, ταπεινότητας και της χριστιανικής καταλλαγής.
Το βάθρο μου, όμως… άλλο πράμα. Ανάλογο του εντυπωσιακού μου φαίνεσθαι. Τεράστιο και μεγαλοπρεπές. Αν το έβλεπε (μυαλά κι αυτός – πολλοί υπάρχουνε) ο Μαύσωλος, ο σατράπης της Καρίας, ντε, πριν πεθάνει θα πέθαινε θάνατο ακαριαίο από αποπληξία.
Τώρα, δυο λόγια για την λοιπή διάταξη, τάξη και σειρά στην Πλατεία. Πέραν των ακραία πλεονασματικών τρα-πε-ζο-κα-θι-σμά-των, - ουφ, τι πληθωρισμός συλλαβών κι αυτός – (τρέμε Μπουρνάζι, τρέμε Ζοφριά, τρέμε άφραγκε Αγιαναργυριώτη – και που το πάτε, βρε αδελφέ;…) κάτω από κάθε κλαίουσα έχει τοποθετηθεί, ως έπρεπε και από ένα παγκάκι (το άλλοθι για τους πολλούς άφραγκους «περιπατητές» που λέγαμε). Στο αριστερό, καθώς με βλέπετε δηλαδή, παγκάκι μαζεύονται τα πρωινάδικα, συνήθως, όλες οι φρέσκες (και άνεργες) μαμάδες. Καθώς και το υπόλοιπο από τις «ωφελούμενες γυναίκες» των Προγραμμάτων «Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού!!!». ΕΣΠΑ, γαρ (έρμε Μακρυγιάννη…). Με τα κεφάλια …στον ντορβά. Τα σχόλια… εν αρχή γενικά, αόριστα έως και αδιάφορα. Ακολούθως με υπονοούμενα, έντονα πιπεράτα έως και extreme πιπεράτα για τις εκάστοτε, ατυχείς, απουσιάζουσες. Κι αν κάποια, εξαίρεση αυτή, πήγαινε κάτι άλλο καθημερινό να σχολιάσει (για τα φασολάκια που ακριβύνανε βρε αδελφέ, για το γάλα του μωρού…) μίζερη την ανεβάζανε, κομμουνίστρια την κατεβάζανε. Θεός φυλάξοι κι όλας.
Κι όταν ερχότανε η ώρα του ταΐσματος… εδώ να δεις. «Φάε, γιατί θα στο φάει αυτός… (και με δείχνανε). Το βλέπεις πόσο μεγάλος και χοντρός είναι; Και σένανε θα φάει. Έτσι είναι αυτοί…». Άντε, τώρα, με όλα αυτά που λέει αβασάνιστα η κάθε νεαρά κυρία, να διαμορφώσεις συνειδήσεις ηθικής και ιστορία με ιδανικά και πρότυπα. (Ευτυχώς που υπάρχουνε και οι πρόθυμοι και με κατανόηση πατριώτες ιστορικοί που …μνημονεύσαμε εν αρχή).
Στο άλλο παγκάκι, τώρα. Το αριστερό πάλι, (σύνδρομο κι αυτό) αλλά από την πλευρά που εγώ σας βλέπω. Κουτσοί, στραβοί, «χαζοί» και πονηροί, όλοι στον Άγιο (πάντα να ‘ναι καλά η αγιότης του) Παντελεήμονα. Ο χορός των γερόντων εδώ. Και καλά κρατεί κάθε μέρα. Με τα πονάκια τους, την πιεσούλα, τις εξετασούλες, τα «ακριβοθώρητα» φαρμακάκια τους, την «αμμωνία» τους στην βάση μου, τις χαμηλές βρισιές τους και την, κάποια μέρα, οριστική απουσία κάποιου… Για τα ευρουδάκια που τους λείπουνε (65% δώσατε, όμως, ραμολί σ’ αυτούς που σας τα κόψανε) για τον κυρ-γιατρό και το (μη μας ακούσει) εικοσαράκι που ζητάει μουλωχτά («Έλα μωρέ – δώσε ό,τι έχεις…») για τον …βαρετό «σαλό» και την επιμονή του για την «άλλη» κοινωνία που θάρθει, πιο δίκαιη για όλους…
Και το βράδυ… με τον ξέσκεπο τον ουρανό. Και το φως των άστρων ή το χιονιά. Κάθε παγκάκι και καημός. Κάθε παγκάκι και δυο ταΐστρες πόνου… Καλά κρυμμένου από το φως της μέρας. Με τα κουρέλια της κοινωνίας σας. Ακόμα και στις σούδες των καφενείων. Με τα «αδέσποτα»…
Για όλα αυτά που γίνονται και ξαναγίνονται και που ποτέ πια δεν λέγονται. Και για κείνο το, αχ!, το πεθαντικό (αιωνία η οδός, αλληλούια) «πούσαι νιότη πούδειχνες, πως θα γινόμουν άλλος».
Αυτά. Και νάσαι άγαλμα. Αυτή την εποχή. Αμίλητο, ακούνητο, αγέλαστο. Σαν κινέζικο στρατιωτάκι προ της «συμπαθούς» φούριας του κομμουνιστικού φιλελευθερισμού. Τραγωδία… Γι’ αυτό και είπα μια μέρα, μπορεί και νύχτα, μπαϊλντισμένος από τις μουρμούρες, τις συνειδησιακές επαναλήψεις και τις (για να λέγονται μόνο) κοινότυπες βρισιές και ανέξοδες απειλές, να κατέβω από το βάθρο μου. Να κατέβω και να κάνω «αγαλματικά» ένα γύρω την τοπική επικράτεια. Να κάνω την, τελευταία μου, μικρή επανάσταση, μια μικρή έστω ρωγμή στον χρόνο, στη μνήμη και στις συνήθειες του «βάθρου μου». Να δω, να περπατήσω (τρόπος του λέγειν – άγαλμα είμαι) για λίγο (εγώ το μπορώ – εσείς μπορεί και να μην το θέλετε) στο μέλλον της αγαλματικής μου επικράτειας.
Συνεχίζεται την ερχομένη Παρασκευή, 25 Ιουλίου 2014… Με ένα οδυνηρό οδοιπορικό στους τόπους των παιδικών αλλά και εφηβικών μας χρόνων… Που μεταλλάσσονται τώρα μέσα στο θειάφι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου