Που έφυγε 14.11.2014
Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης
«Φίλτατοι,
Ένα εξόχως εκλεκτόν μέλος της κοινωνίας των Αγίων Αναργύρων, που εκόσμησεν επί δεκαετίας τον τόπο μας, απεδήμησεν εις Κύριον και οδεύει, πλέον, εις τας Αιωνίους Μονάς… Ο φίλτατος, ο αξιομνημόνευτος και αξιομακάριστος κ.τ.λ.π., κ.τ.λ.π., κ.τ.λ.π.». Επίθετα ως του πρέπουν εδώ. Πολλά. Πάρα πολλά.
Έτσι ή κάπως έτσι θα μπορούσε να αρχίζει ένας λόγος «του μέτρου» και της αγιοποίησης αποδημούντος. Γιατί εδώ, το αντιλαμβάνεσθε, μιλάμε πράγματι για το ξόδι ενός, εκτός των αλλοτριωτικών, μικροαστικών τειχών, ξεχωριστού τέκνου της περιοχής. Όμως, έλα που αυτός που «έφυγε» δεν ήταν ο όποιος κι όποιος. (Με τη μικροαστική, τρέχουσα, πάντα, εννοείται έννοια). Έλα, που αυτός που «έφυγε», δεν ήτανε κεραμίδι σειράς. Σε μια στέγη σειράς. Έλα που αυτός που «έφυγε» ήταν ο Νίκος. Ο Νίκος ο Μαυρομάτης. Ένα ακροκέραμο δηλαδή. Λιτό, Δωρικό, από υλικά φωτιάς, όμως, ανέμου και χώματος. Και με απολήξεις, ενίοτε, αιχμηρές.
Πλήθος κόσμου. Μέγα πλήθος. Παρόν και ζωηρό. Όλος ο απλός λαϊκός κόσμος της παλιάς Ανάκασας. Και των Αγίων Αναργύρων. Όλα τα φιλαράκια από την πλατεία και τον καφενέ. Κι απ’ την άλλη. Όλα τα βαριά ονόματα της Δικηγορίας. Το «αφάν γκατέ». Πολιτικοί, βουλευτές και βάλε. Και μίλαγαν. Και σχολίαζαν. Σαν συναντημένα μελίσσια σε ρουμάνι κοινό. Γιατί δεν ήτανε μια βουβή κηδεία αυτή. Όπως δεν ήτανε ποτές κι ο Νίκος, βουβός και απαθής. Οι παλιοί και οι ντόπιοι, λέγανε, για τα δύσκολα, σχολικά και μη παιδικά χρόνια. Για τις κοπάνες, τις ζαβολιές, τις ψιλομαγκιές. Για την αδελφή του και συμμαθήτριά μου Εύα που πάντα τον κυνήγαγε. «Για το καλό του». Για τον παιχταρά τον Νίκο που ‘φυγε νωρίς, για τον Απόλλωνα. Για την διακριτική (εις φίλους) παρουσία του στα κοινά του τόπου…
Για τα πρώτα χρόνια στη Δικηγορία. Για την επιστημονική του πληρότητα και την ταχύτατη καταξίωσή του στον δύσκολο, ανθρωποφαγικό, χώρο της Δικηγορίας. Αυτός ένα ανήσυχο, ευαίσθητο και προοδευτικό φτωχόπαιδο. Για το τσαγανό αλλά και τις ευαισθησίες του. Για τον «αντισυμβατικό» Νίκο, λέγανε. Που μόνο αυτός τολμούσε, όταν χρειαζότανε, να βάζει το χέρι του στην «τρύπα του φιδιού». Που δεν «κώλωνε» με τίποτα. Κι όταν οι καιροί ζητάγανε παλληκαράκια με μπόλικο αίμα στην καρδιά (τα επικίνδυνα, εφιαλτικά, τρομοκρατικά για πολλούς χρόνια της χούντας – μέρες που ‘ναι…) ο Νίκος παρών και μπροστάρης. Χωρίς να λογαριάζει κινδύνους. Χωρίς, ποτέ, μετά να εξαργυρώνει τίποτα. Ούτε και να το συζητάει. Τόσο ταπεινός. Και αξιοπρεπής. Με τις ρίζες του να τον κρατάνε, πάντα, στο χώμα. Και με τα κουσούρια και τις αδυναμίες του, «φόρα παρτίδα» στην αγορά. Χωρίς κρυμμένους σκελετούς στις ντουλάπες. Και να βγάζει τη γλώσσα συχνά… και με «θράσος» προς όλους… Με την κερδισμένη από νωρίς «ασυλία». Στο επάγγελμα και στις παρέες.
«Το ‘πε ο Νίκος… Πάμε τώρα πιο κάτω».
Και που ήξερε, όμως, πάντα που πατούσε. Και που πήγαινε. Με τη γνώση των ορίων… Για να τα ξεπερνάει…
Με μπέσα παλαιϊκή… Vivere pericolosamente… Τέτοια λέγανε για τον Νίκο. Κι άλλα πολλά… «Εεεπ, basta. Μην συνεχίζετε»…. Ακούγεται, αργά, σταθερά η φωνή – ναι, ναι – του Νίκου.
‘‘Καλωσύνη σας, παλιόφιλοι. Όμως, μην συνεχίζετε. Δεν αγιοποιούμαι εγώ. Γιατί είπαμε… Είμαι χώμα και νερό, εγώ. Και αλάτι είμαι εγώ. Για μια γης που ακόμα δεν είναι «νόστιμη»’’.
Κι εμείς …σιωπήσαμε. Εξ’ άλλου «ο Νίκος το ‘πε αυτό». Ξέρει. Να σαρκάζει ένιους «κάλπικους παράδες» εκ των παρόντων ημών και να αυτοσαρκάζεται.
Καλό σου ταξίδι, Νίκο. Από τους παλιόφιλους Αγιαναργυριώτες. Και από το φιλαράκι σου τον Κωστή, Τον αδελφό μου. Και το ξεχωριστό «σημάδι» σου να μένει. Κιμπάρικο. Κόντρα στα κάλπικα… Παντού. Όχι μόνο στους Αγίους.
Ένα εξόχως εκλεκτόν μέλος της κοινωνίας των Αγίων Αναργύρων, που εκόσμησεν επί δεκαετίας τον τόπο μας, απεδήμησεν εις Κύριον και οδεύει, πλέον, εις τας Αιωνίους Μονάς… Ο φίλτατος, ο αξιομνημόνευτος και αξιομακάριστος κ.τ.λ.π., κ.τ.λ.π., κ.τ.λ.π.». Επίθετα ως του πρέπουν εδώ. Πολλά. Πάρα πολλά.
Έτσι ή κάπως έτσι θα μπορούσε να αρχίζει ένας λόγος «του μέτρου» και της αγιοποίησης αποδημούντος. Γιατί εδώ, το αντιλαμβάνεσθε, μιλάμε πράγματι για το ξόδι ενός, εκτός των αλλοτριωτικών, μικροαστικών τειχών, ξεχωριστού τέκνου της περιοχής. Όμως, έλα που αυτός που «έφυγε» δεν ήταν ο όποιος κι όποιος. (Με τη μικροαστική, τρέχουσα, πάντα, εννοείται έννοια). Έλα, που αυτός που «έφυγε», δεν ήτανε κεραμίδι σειράς. Σε μια στέγη σειράς. Έλα που αυτός που «έφυγε» ήταν ο Νίκος. Ο Νίκος ο Μαυρομάτης. Ένα ακροκέραμο δηλαδή. Λιτό, Δωρικό, από υλικά φωτιάς, όμως, ανέμου και χώματος. Και με απολήξεις, ενίοτε, αιχμηρές.
Πλήθος κόσμου. Μέγα πλήθος. Παρόν και ζωηρό. Όλος ο απλός λαϊκός κόσμος της παλιάς Ανάκασας. Και των Αγίων Αναργύρων. Όλα τα φιλαράκια από την πλατεία και τον καφενέ. Κι απ’ την άλλη. Όλα τα βαριά ονόματα της Δικηγορίας. Το «αφάν γκατέ». Πολιτικοί, βουλευτές και βάλε. Και μίλαγαν. Και σχολίαζαν. Σαν συναντημένα μελίσσια σε ρουμάνι κοινό. Γιατί δεν ήτανε μια βουβή κηδεία αυτή. Όπως δεν ήτανε ποτές κι ο Νίκος, βουβός και απαθής. Οι παλιοί και οι ντόπιοι, λέγανε, για τα δύσκολα, σχολικά και μη παιδικά χρόνια. Για τις κοπάνες, τις ζαβολιές, τις ψιλομαγκιές. Για την αδελφή του και συμμαθήτριά μου Εύα που πάντα τον κυνήγαγε. «Για το καλό του». Για τον παιχταρά τον Νίκο που ‘φυγε νωρίς, για τον Απόλλωνα. Για την διακριτική (εις φίλους) παρουσία του στα κοινά του τόπου…
Για τα πρώτα χρόνια στη Δικηγορία. Για την επιστημονική του πληρότητα και την ταχύτατη καταξίωσή του στον δύσκολο, ανθρωποφαγικό, χώρο της Δικηγορίας. Αυτός ένα ανήσυχο, ευαίσθητο και προοδευτικό φτωχόπαιδο. Για το τσαγανό αλλά και τις ευαισθησίες του. Για τον «αντισυμβατικό» Νίκο, λέγανε. Που μόνο αυτός τολμούσε, όταν χρειαζότανε, να βάζει το χέρι του στην «τρύπα του φιδιού». Που δεν «κώλωνε» με τίποτα. Κι όταν οι καιροί ζητάγανε παλληκαράκια με μπόλικο αίμα στην καρδιά (τα επικίνδυνα, εφιαλτικά, τρομοκρατικά για πολλούς χρόνια της χούντας – μέρες που ‘ναι…) ο Νίκος παρών και μπροστάρης. Χωρίς να λογαριάζει κινδύνους. Χωρίς, ποτέ, μετά να εξαργυρώνει τίποτα. Ούτε και να το συζητάει. Τόσο ταπεινός. Και αξιοπρεπής. Με τις ρίζες του να τον κρατάνε, πάντα, στο χώμα. Και με τα κουσούρια και τις αδυναμίες του, «φόρα παρτίδα» στην αγορά. Χωρίς κρυμμένους σκελετούς στις ντουλάπες. Και να βγάζει τη γλώσσα συχνά… και με «θράσος» προς όλους… Με την κερδισμένη από νωρίς «ασυλία». Στο επάγγελμα και στις παρέες.
«Το ‘πε ο Νίκος… Πάμε τώρα πιο κάτω».
Και που ήξερε, όμως, πάντα που πατούσε. Και που πήγαινε. Με τη γνώση των ορίων… Για να τα ξεπερνάει…
Με μπέσα παλαιϊκή… Vivere pericolosamente… Τέτοια λέγανε για τον Νίκο. Κι άλλα πολλά… «Εεεπ, basta. Μην συνεχίζετε»…. Ακούγεται, αργά, σταθερά η φωνή – ναι, ναι – του Νίκου.
‘‘Καλωσύνη σας, παλιόφιλοι. Όμως, μην συνεχίζετε. Δεν αγιοποιούμαι εγώ. Γιατί είπαμε… Είμαι χώμα και νερό, εγώ. Και αλάτι είμαι εγώ. Για μια γης που ακόμα δεν είναι «νόστιμη»’’.
Κι εμείς …σιωπήσαμε. Εξ’ άλλου «ο Νίκος το ‘πε αυτό». Ξέρει. Να σαρκάζει ένιους «κάλπικους παράδες» εκ των παρόντων ημών και να αυτοσαρκάζεται.
Καλό σου ταξίδι, Νίκο. Από τους παλιόφιλους Αγιαναργυριώτες. Και από το φιλαράκι σου τον Κωστή, Τον αδελφό μου. Και το ξεχωριστό «σημάδι» σου να μένει. Κιμπάρικο. Κόντρα στα κάλπικα… Παντού. Όχι μόνο στους Αγίους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου