Κατηγοριοποιώντας τα τραγούδια, ως ρεμπέτικο, λαϊκό και έντεχνο, μπορούμε να πούμε ότι το λαϊκό τραγούδι, έρχεται ως συνέχεια του ρεμπέτικου, αμέσως μετά τον πόλεμο και κυρίως αρχές της δεκαετίας του ’50.
Την περίοδο αυτή, απ’ τους επιζήσαντες, χιλιάδες είναι οι καταδικασμένοι σε θάνατο, σε εξορίες, σε ισόβια, άλλοι φεύγουν κυνηγημένοι ως πολιτικοί πρόσφυγες (και χιλιάδες παιδιά για να γλυτώσουν) ενώ οι πόλεις κατακλύζονται από εσωτερικούς πρόσφυγες, οι οποίοι γίνονται έρμαια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Είναι μια περίοδος όπου ο εμφύλιος συνεχίζεται μονομερώς από το καθεστώς προς τον ηττημένο ελληνικό λαό. Μια περίοδος που το ταξικό μίσος των νικητών δείχνει όλη του την αγριότητα.
Την ίδια ώρα η φτώχεια και η πείνα «σαρώνει» τα λαϊκά στρώματα. Όσοι δεν είναι άνεργοι, αμείβονται με μεροκάματα πείνας. Οι οικογένειες ζουν στο ίδιο δωμάτιο, ενώ αρκετές μοιράζονται με άλλες το ίδιο σπίτι. Μόλις ένας στους δέκα έχει τρεχούμενο νερό, ρεύμα ένας στους τρεις, ενώ το λουτρό είναι είδος πολυτελείας. Από τροφή ενδεικτική είναι η μέση (καταλαβαίνουμε το μέση) κατανάλωση κρέατος που ανέρχεται σε 23,5 κιλά ετησίως κατά άτομο.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ο λαϊκός στιχουργός απεικόνιζε μια πραγματικότητα. Το «…το μαύρο χρώμα, η απαισιόδοξη διάθεση το πεισιθανάτιο ύφος δεν ήταν κάτι το αυθαίρετο, που ο στιχουργός επέβαλε στο λαϊκό γούστο. Ήταν κάτι που ξεκινούσε από την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων κι ο στιχουργός το μορφοποίησε και το πέρασε μέσα στο τραγούδι...» μας λέει ο Νέαρχος Γεωργιάδης. Κι «ο εξαθλιωμένος κόσμος μέσα α’ αυτό το τραγούδι έβγαζε τη δική του κραυγή», σημειώνει ο Κώστας Βίρβος. Η μουσική αυτού του τραγουδιού ακολουθούσε...
Ο Στέλιος Καζαντζίδης επέλεξε να τραγουδήσει αυτό τον πόνο, αυτά τα βάσανα και τον καημό της φτωχολογιάς. Κι αυτό το τραγούδι ήταν βάλσαμο για τον δοκιμαζόμενο λαό. Να μην ξεχνάμε ότι όντας ο Καζαντζίδης τοπ σταρ της εποχής του, η αστυνομία επιχειρούσε να ματαιώσει συναυλίες του (τέλη του ’50) για να μην ακουστούν τραγούδια όπως το «κοινωνία ένοχη», «θα πάω σ’ άλλες πολιτείες» ή «Μια καινούργια κοινωνία θε να χτίσω». Και ο Καζαντζίδης τραγούδησε για τον λαό με συνέπεια μέχρι το τέλος του. Χαρακτηριστικό το τελευταίο εκπληκτικό του τραγούδι που ηχογράφησε στα 2001, «Έρχονται χρόνια δύσκολα» - (Φονιάδες μονοπώλια, παντού φωτιές ανάβουν, μας καίνε, μας δικάζουνε και την ψυχή μας βγάζουνε και ζωντανούς μας θάβουν).
Η επιλογή των τραγουδιών και η σημειολογία τους έχουν ως βάση αναφοράς τις συνεντεύξεις του Θ. Δερβενιώτη, στο βιβλίο "Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι "των Νέαρχου Γεωργιάδη - Τάνιας Ραχματούλινα {Σύγχρονη εποχή}.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο blog "ΤΟ ΚΑΣΕΤΟΦΩΝΟ ΤΗΣ ΝΤΑΛΙΚΑΣ"
Στο ηχητικό περιέχονται τα τραγούδια:
Ακολουθεί ανάλυση των τραγουδιών
Την περίοδο αυτή, απ’ τους επιζήσαντες, χιλιάδες είναι οι καταδικασμένοι σε θάνατο, σε εξορίες, σε ισόβια, άλλοι φεύγουν κυνηγημένοι ως πολιτικοί πρόσφυγες (και χιλιάδες παιδιά για να γλυτώσουν) ενώ οι πόλεις κατακλύζονται από εσωτερικούς πρόσφυγες, οι οποίοι γίνονται έρμαια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Είναι μια περίοδος όπου ο εμφύλιος συνεχίζεται μονομερώς από το καθεστώς προς τον ηττημένο ελληνικό λαό. Μια περίοδος που το ταξικό μίσος των νικητών δείχνει όλη του την αγριότητα.
Την ίδια ώρα η φτώχεια και η πείνα «σαρώνει» τα λαϊκά στρώματα. Όσοι δεν είναι άνεργοι, αμείβονται με μεροκάματα πείνας. Οι οικογένειες ζουν στο ίδιο δωμάτιο, ενώ αρκετές μοιράζονται με άλλες το ίδιο σπίτι. Μόλις ένας στους δέκα έχει τρεχούμενο νερό, ρεύμα ένας στους τρεις, ενώ το λουτρό είναι είδος πολυτελείας. Από τροφή ενδεικτική είναι η μέση (καταλαβαίνουμε το μέση) κατανάλωση κρέατος που ανέρχεται σε 23,5 κιλά ετησίως κατά άτομο.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ο λαϊκός στιχουργός απεικόνιζε μια πραγματικότητα. Το «…το μαύρο χρώμα, η απαισιόδοξη διάθεση το πεισιθανάτιο ύφος δεν ήταν κάτι το αυθαίρετο, που ο στιχουργός επέβαλε στο λαϊκό γούστο. Ήταν κάτι που ξεκινούσε από την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων κι ο στιχουργός το μορφοποίησε και το πέρασε μέσα στο τραγούδι...» μας λέει ο Νέαρχος Γεωργιάδης. Κι «ο εξαθλιωμένος κόσμος μέσα α’ αυτό το τραγούδι έβγαζε τη δική του κραυγή», σημειώνει ο Κώστας Βίρβος. Η μουσική αυτού του τραγουδιού ακολουθούσε...
Ο Στέλιος Καζαντζίδης επέλεξε να τραγουδήσει αυτό τον πόνο, αυτά τα βάσανα και τον καημό της φτωχολογιάς. Κι αυτό το τραγούδι ήταν βάλσαμο για τον δοκιμαζόμενο λαό. Να μην ξεχνάμε ότι όντας ο Καζαντζίδης τοπ σταρ της εποχής του, η αστυνομία επιχειρούσε να ματαιώσει συναυλίες του (τέλη του ’50) για να μην ακουστούν τραγούδια όπως το «κοινωνία ένοχη», «θα πάω σ’ άλλες πολιτείες» ή «Μια καινούργια κοινωνία θε να χτίσω». Και ο Καζαντζίδης τραγούδησε για τον λαό με συνέπεια μέχρι το τέλος του. Χαρακτηριστικό το τελευταίο εκπληκτικό του τραγούδι που ηχογράφησε στα 2001, «Έρχονται χρόνια δύσκολα» - (Φονιάδες μονοπώλια, παντού φωτιές ανάβουν, μας καίνε, μας δικάζουνε και την ψυχή μας βγάζουνε και ζωντανούς μας θάβουν).
Η επιλογή των τραγουδιών και η σημειολογία τους έχουν ως βάση αναφοράς τις συνεντεύξεις του Θ. Δερβενιώτη, στο βιβλίο "Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι "των Νέαρχου Γεωργιάδη - Τάνιας Ραχματούλινα {Σύγχρονη εποχή}.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο blog "ΤΟ ΚΑΣΕΤΟΦΩΝΟ ΤΗΣ ΝΤΑΛΙΚΑΣ"
Στο ηχητικό περιέχονται τα τραγούδια:
- Του κατάδικου η μάνα (1958)
- Με φωνάζουν ένοχο (1954)
- Η φυλακή κι η ξενιτιά (1954)
- Θα πάω σ'άλλες πολιτείες (1958)
- Με χειροπέδες με περνούν (1957)
- Έχασα τον άνθρωπό μου (1953)
- Η πληγωμένη μου καρδιά (1954)
- Καταστροφές και συμφορές (1954)
- Πεθαίνω (1954)
- Καθένας με τον πόνο του (1954)
Ακολουθεί ανάλυση των τραγουδιών
(Θεόδωρου Δερβενιώτη – Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου)
1958
Μπρος στης φυλακής την πόρτα
περιμένει από βραδύς
του κατάδικου η μάνα αχ,
το παιδί της για να δει
Για φέρτε τον κατάδικο η μάνα τον ζητάει
δεν λογαριάζει σίδερα η μάνα σαν πονάει
Δεν τη νοιάζει δεν ρωτάει
τι έχει κάνει το παιδί
είναι άρρωστη η μάνα
και ζητάει να το δει
Λίγο πριν να φέξει η μέρα και χαράξει η αυγή
πήρε χάρη το παιδί της αχ, μα η μάνα είναι νεκρή
Columbia, Αριθμός δίσκου: DG-7428, Αριθμός μήτρας: CG-3819
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος
Το τραγούδι αυτό που στιχούργησε η Παπαγιαννοπούλου, ξετυλίγει την πλοκή του σε μια ενότητα χώρου, χρόνου και δράσης. Το μόνο πρόσωπο που μπορούσε να επισκεφτεί και να δει« άφοβα» στη φυλακή έναν πολιτικό κρατούμενο και μάλιστα καταδικασμένο σε θάνατο είναι η μάνα., που δεν λογαριάζει σίδερα σαν πονάει. Το δράμα της μάνας αλλά και του κατάδικου αποκορυφώνεται με το αναπάντεχο κι αιφνιδιαστικό τέλος, που σίγουρα έκανε πολλούς να δακρύσουν. Ο ίδιος ο Καζαντζίδης ομολόγησε ότι έκλαιγε πολλές φορές τραγουδώντας τέτοια πονεμένα τραγούδια.
ΜΕ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΕΝΟΧΟ
(Θεόδωρου Δερβενιώτη - Χρήστου Κολοκοτρώνη] 1955
Με λένε όλοι ένοχο
για ξένες αμαρτίες
για να βρει κάτι στην καρδιά
για μένα είπε μια βραδιά
βαριές συκοφαντίες
Είναι μεγάλο μπλέξιμο
να σε φωνάζουν ένοχο
χωρίς κανένα φταίξιμο
Θα δώσω τόπο στην οργή
κι ας είναι αδικία
αυτοί που με κατηγορούν
να με δικάσουν δεν μπορούν
χωρίς απολογία
Μια μέρα θ' απολογηθώ
ελάτε εχθροί και φίλοι
ν' ακούστε το κατηγορώ
αυτό που θα σας πω κι εγώ
με τα δικά μου χείλη
Columbia,
Αριθμός δίσκου: DG 7124,
Αριθμός μήτρας: CG-3168
Τρομερό τραγούδι που «ανταποκρινόταν στις μυριάδες καταδίκες και φυλακίσεις ατόμων, που δεν τους είχε δοθεί καν η δυνατότητα μιας απολογίας και μιας κανονικής δίκης». Η υπεράσπιση των ιδανικών και των αντιλήψεων εκφράζεται με το «...μια μέρα θ' απολογηθώ, ελάτε εχθροί και φίλοι, ν' ακούστε το κατηγορώ αυτό που θα σας πω εγώ με τα δικά μου χείλη...»
Η ΦΥΛΑΚΗ ΚΙ Η ΞΕΝΙΤΙΑ
(Μανώλη Χιώτη - Χρήστου Κολοκοτρώνη) 1954
Είμαι μια μάνα έρημη
που ζω δυστυχισμένα
δυο παλικάρια ανάθρεψα
δεν χάρηκα κανένα
Η φυλακή κι η ξενιτιά
μ' αφήσανε χωρίς παιδιά
Το πρώτο παλικάρι μου
τι κρίμα κι αμαρτία
το χαίρεται η φυλακή
γυναίκα είναι η αιτία
Ο άλλος λεβέντης μου
ταξίδεψε στα ξένα
τον χαίρεται η ξενιτιά
κι αλίμονο σε μένα
His Master's Voice,
Αριθμός δίσκου: ΑΟ-5209,
Αριθμός μήτρας: OGA-2164
Στο μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης
Η χρησιμοποίηση της γυναίκας και της ξενιτιάς ως αιτίες, είναι απαραίτητα στοιχεία για να περάσει απ' τη λογοκρισία, αυτό το κατ' εξοχήν πολιτικό τραγούδι της μετεμφυλιακής περιόδου.
ΘΑ ΠΑΩ Σ’ ΑΛΛΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ
(Μάννα την ευχή σου δώσ' μου)
(Απ. Καλδάρα - Ευτ. Παπαγιαννοπουλου)
Νοέμβριος 1958
Θα πάω σ' άλλες πολιτείες
να βρω ανθρώπους με καρδιά
γιατί εδώ η κοινωνία
μου φέρθηκε σαν μητριά
Μάνα, αχ μάνα μου
την ευχή σου δώσ' μου
φεύγω και πάω
στην άκρια του κόσμου
Σφίχ’ την καρδιά σου
γλυκιά μου μάνα
πες πως δεν είχες κι εσύ παιδί
πέστε σε κείνη
που μ' αγαπάει
θα κάνει χρόνια για να με δει
Θα πάω σ' άλλες πολιτείες
σε ξένες χώρες και μακρινές
ίσως και βρω μια στάλα πόνο
μέσα σ' ανθρώπινες καρδιές
Columbia,
Αρ. δίσκου: DG- 7432,
αρ. μήτρας: CG- 3867
Συνοδεύει η Μαρινέλλα.
Μπουζούκι παίζουν οι Κ. Παπαδόπουλος, Λ. Καρνέζης
Ο Δερβενιώτης πιστεύει"... ότι ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών ήταν κυνηγημένοι του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Φεύγανε κι αφήνανε πίσω τους το μαύρο παρελθόν, για να βρούνε μια καλύτερη τύχη, σε άλλες χώρες σε άλλους ηπείρους, όπου δεν θα τους κυνηγούσε ο «φάκελος του αριστερού» ή «του συνοδοιπόρου»...". Η ελπίδα και η πίστη ότι υπάρχουν καλύτερες κοινωνίες είναι έκδηλη στους ηττημένους.
ΜΕ ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ ME ΠΕΡΝΟΥΝ
(Θεόδωρου Δερβενιώτη – Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου)
Ιούνιος 1957
Με χειροπέδες με περνούν
απ' το δικό σου δρόμο
για την αγάπη σου εγώ
θα δικαστώ απ' το νόμο
Τις παλιές σου τις παρτίδες
μ' έβαλες να καθαρίσω
κι οπωσδήποτε για σένα
φυλακή θα καταντήσω
Τα χέρια που σ' αγκάλιαζαν
είναι αλυσοδεμένα
κι ακόμα πιο χειρότερα
θα πάθω εγώ για σένα
η μοίρα μου με δίκασε
τρελά να σ' αγαπήσω
με χειροπέδες να δεθώ
στην φυλακή να σβήσω
His Master's Voice,
Αριθμός δίσκου: ΑΟ-5429,
Αριθμός μήτρας: OGA-2564
Μπουζούκι παίζουν οι Λάκης Καρνέζης, Ανέστος Αθανασίου
«...Όταν λέμε Με χειροπέδες με περνούν..., δεν λέμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι υπόδικος ή κατάδικος. Λέμε ότι δήθεν αιτία του κακού είναι μία γυναίκα... Κι έτσι καμουφλάρεται το πολιτικό μήνυμα, ο κόσμος, όμως, το καταλάβαινε...»
Θ. Δερβενιώτης
ΕΧΑΣΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΟΥ
(Θεόδωρου Δερβενιώτη - Χρήστου Κολοκοτρώνη] 1953
Αφού ρωτάτε να σας πω
γιατί πονώ και κλαίω
το μυστικό που έκρυβα
απόψε σας το λέω
Έχασα τον άνθρωπο μου
της ζωής τον σύντροφο μου
Ματώνει η δόλια μου η καρδιά
και άλλο δεν αντέχει
ο άδικος ο χωρισμός
παρηγοριά δεν έχει
Μια μαύρη σκέψη τριγυρνά
απόψε στο μυαλό μου
τι να την κάνω τη ζωή
χωρίς τον άνθρωπο μου
Columbia,
Αριθμός δίσκου: DG-7062.
Συνοδεύει η Ρένα Στάμου
... Εκείνη την πρώτη μετεμφυλιακή εποχή μυριάδες ζευγάρια, είτε παντρεμένα είτε αρραβωνιασμένα είτε απλώς ερωτευμένα, χώριζαν υποχρεωτικά, επειδή ο άντρας, η γυναίκα ή και οι δυο ταυτόχρονα βρίσκονταν φυλακισμένοι, κρατούμενοι, εκτοπισμένοι σε στρατόπεδα και ξερονήσια, ή εξόριστοι εκτός Ελλάδας, στις χώρες του ανατολικού συνασπισμού. Το πρώτο τραγούδι του Δερβενιώτη, που είπε ο Καζαντζίδης, ήταν σε στίχους Κολοκοτρώνη, είχε τίτλο Έχασα τον άνθρωπο μου και καταπιανόταν ακριβώς με τούτο το θέμα...
Η ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΜΟΥ ΚΑΡΔΙΑ
(Θόδωρου Δερβενιώτη - Χρήστου Κολοκοτρώνη) 1954
Η πληγωμένη μου καρδιά,
δεν βρίσκει πια παρηγοριά
αφού δεν έχω γιατρειά
και πάω στα χειρότερα
καλύτερα ο θάνατος
μια ώρα γρηγορότερα
η πληγωμένη μου καρδιά
δεν βρίσκει πια παρηγοριά
Τα νιάτα μου και το κορμί,
η μαύρη γη θα τα χαρεί
ο κόσμος μ' εγκατέλειψε,
κανένας δεν με πόνεσε
και η δική σου η καρδιά
κι αυτή με περιφρόνησε
η πληγωμένη μου καρδιά
δεν βρίσκει πια παρηγοριά
Αχ τι κακό μες στο ντουνιά,
να σε πληγώνει η απονιά
αργοπεθαίνω μόνος μου,
χωρίς κανέναν στο πλευρό
κανείς δεν ήρθε να με δει
το 'χω παράπονο πικρό
η πληγωμένη μου καρδιά
δεν βρίσκει πια παρηγοριά
Columbia,
αρ. δίσκου: DG-7069,
αρ. μήτρας: CG-3124
«...Ένα από τα πρώτα τραγούδια του Δερβενιώτη που τραγούδησε ο Καζαντζίδης είχε τίτλο, Η πληγωμένη μου καρδιά. Οι στίχοι του Κολοκοτρώνη μιλούν για έναν νέο που η καρδιά του είναι βαριά κι αθεράπευτα πληγωμένη από την απονιά του ντουνιά, δηλαδή της μετεμφυλιακής κοινωνίας Ο νέος περιμένει το θάνατο , πράγμα που υπαινίσσεται ότι πιθανότατα είναι φυλακισμένος, κατάδικος ή υπόδικος Κανένας δεν είναι στο πλευρό του, που κι αυτό παραπέμπει στο φόβο της εποχής μήπως χαρακτηριστεί κανείς συνοδοιπόρος ή συνένοχος του κυνηγημένου ανθρώπου. Αυτό που χρησιμοποιείται για καμουφλάρισμα, προκειμένου οι στίχοι να περάσουν από τη λογοκρισία είναι η έννοια της αρρώστιας...»
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΟΡΕΣ
(Θεόδωρου Δερβενιώτη - Χρήστου Κολοκοτρώνη) 19/07/1954
Καταστροφές και συμφορές
ερείπια ρημάδια
κορμάκι μου μαράζωσες
σε τρών' τα χτυποκάρδια
Ποιος άνθρωπος μπορεί
μαζί μου να μην κλάψει
και ποια καρδιά είναι αυτή
που δεν θ'αναστενάξει
Παλιοζωή κατήντησες
για μένα τυραννία
πρωί και βράδυ βάσανα
λαχτάρες κι αγωνία
Τι έχουν δει τα μάτια μου
κι ακόμα τι θα δούνε
μονάχα μες στη μαύρη γη
μπορούν να ξεχαστούνε
His Master's Voice,
Αρ. Δίσκου: ΑΟ-5193,
Αρ. Μήτρας: OGA-2147
Μπουζούκι παίζουν: Σπηλιόπουλος Β., Βαμβακάρης Αργύρης
«...Τραγούδι της τριανδρίας Δερβενιώτη - Κολοκοτρώνη -Καζαντζίδη, που παρουσιάζει το γεωγραφικό και ψυχολογικό σκηνικό της εμφυλιακής και της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου. Καταστροφές και συμφορές ερείπια, ρημάδια είναι οι κυριολεκτικές και μεταφορικές συνέπειες του Εμφύλιου πάνω στο τοπίο, αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων. Καταπίεση και τυραννική διακυβέρνηση κάνουν την καθημερινή ζωή τόσο ανυπόφορη, ώστε ο χαρακτηρισμός "παλιοζωή" να είναι φυσικός και αυτονόητος. Τα βάσανα, η λαχτάρα κι η αγωνία είναι οι συνέπειες της ψυχροπολεμικής εποχής πάνω στις ψυχές των Ελλήνων. Κι αυτό το ψυχικό κλίμα είναι το ιδιαίτερο κλίμα που χαρακτηρίζει το μετεμφυλιακό τραγούδι. Το κλίμα αυτολογοκρισίας σιωπής και καμουφλαρίσματος στη σκέψη και στην έκφραση, όχι μόνο του τραγουδιού αλλά και όλων των κυνηγημένων ανθρώπων της εποχής εκφράζεται με την τελευταία στροφή, η οποία υπαινίσσεται τα πολλά τρομακτικά και ανείπωτα γεγονότα...»
ΠΕΘΑΙΝΩ
(Θόδωρου Δερβενιώτη - Χρήστου Κολοκοτρώνη) 19-07-1954
Πεθαίνω απόψε μοναχός
μέσα σε ξένους τόπους
μακριά απ' το σπιτάκι μου
κι απ' τους δικούς μου ανθρώπους
Που είναι η μανούλα μου
να με μοιρολογήσει
η αγάπη μου τον τάφο μου
λουλούδια να στολίσει
Πεθαίνω με παράπονο
βαθιά μες στην ψυχή μου
ήθελα στην πατρίδα μου
ν' αφήσω το κορμί μου
Που είναι η μανούλα μου
οι συγγενείς κι οι φίλοι
στον τάφο μου να κλάψουνε
ν' ανάψουν το καντήλι
Πεθαίνω κι ένα σας ζητώ
τα κόκαλα μου πάρτε
και δίπλα μου απ' του πατέρα μου
και τα δικά μου βάλτε
Που είναι η μανούλα μου
να με μοιρολογήσει
η αγάπη μου τον τάφο μου
λουλούδια να στολίσει
His Master's Voice
Αρ. Δίσκου: ΑΟ-5193,
αρ. μήτρας: OGA-2148
Μπουζούκι παίζουν οι: Β. Σπηλιόπουλος, κι ο αδελφός του Μάρκου Αργ. Βαμβακάρης.
«...Το τραγούδι αυτό μιλά για την επιθυμία του κάθε εξόριστου και ξενιτεμένου, η ταφή του να γίνει στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Με αυτόν τον τρόπο, η ξενιτιά, όπως κι η αρρώστια και προπαντός η γυναίκα, γίνεται ένα απ'τα προσχήματα, πίσω από τα οποία θα εκφραστεί ο πολιτικός λόγος του τραγουδιού την σκληρή εκείνη εποχή...»
ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΟΥ
(Θόδωρου Δερβενιώτη - Χρήστου Κολοκοτρώνη) 10/1955
Καθένας με τον πόνο του
και 'γω με τον δικό μου
είναι μεγάλος ο καημός
και το παράπονο μου
Αχ, παλιοζωή
με βασανίζεις άπονα
κι έχω παράπονα, κι έχω παράπονα
Εγώ καταδικάστηκα
μονάχος μου το ξέρω
κάποια γυναίκα αγάπησα
και τώρα υποφέρω
Αχ, σκληρή καρδιά
με βασανίζεις άπονα
κι έχω παράπονα,
κι έχω παράπονα
Και συ αχάριστε ντουνιά
γιατί με κατακρίνεις
κι αντί καλό το άδικο
γι' αντάλλαγμα μου δίνεις
Αχ, παλιοντουνιά
με βασανίζεις άπονα
κι έχω παράπονα
κι έχω παράπονα
Columbia
Αρ. δίσκου: DG-7169,
αρ. μήτρας: CG-3355
«...ο άνθρωπος που υποφέρει, όταν λέει πως καταδικάστηκε μονάχος του, υπονοεί πως θα μπορούσε να είχε αποφύγει τον κίνδυνο μιας βαριάς καταδίκης, αλλά επέλεξε αυτόν το δρόμο λόγω της ιδεολογίας του, εξ' αιτίας της προσπάθειας του να αλλάξει την κοινωνία προς το καλύτερο. Κι η οργανωμένη κοινωνία, το κράτος, αντί να του αναγνωρίσει τις καλές και ευγενικές προθέσεις, του ανταποδίνει το καλό με το κακό, για αντάλλαγμα του δίνει το άδικο. Και βέβαια, το ατομικό δράμα εντάσσεται μέσα στο συλλογικό δράμα της εποχής. Οι περισσότεροι Έλληνες έχουν ο καθένας το δικό του λόγο για να πονά και να υποφέρει. Το τραγούδι αυτό είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση, όπου η «γυναίκα» χρησιμοποιείται σαν καμουφλάζ, για να συγκαλυφθούν τα πραγματικά πολιτικά μηνύματα που υπάρχουν στους υπόλοιπους στίχους...»
ΣΠΕΣΙΑΛ!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή