Ακούει, άραγε, κανείς;
Εμείς, όχι, δεν είμαστε τα Γιάννινα, τα πρώτα στις τέχνες, τα γρόσα και τα γράμματα.
Εμείς, ένα πέρασμα είμαστε. Επίπεδο, ταπεινό, αδιάφορο. Και χωρίς στίγμα. Χωρίς προσωπικότητα, χωρίς ταυτότητα και χαρακτήρα. Ένα πέρασμα των φορτωμένων με ζαρζαβατικά μενιδιάτικων και χασιώτικων γαϊδουριών είμαστε. (Οι Άγιοι Ανάργυροι, που δεν τους ξέρετε, είμαστε).
Στον δρόμο για την αγορά. Σε δρομολόγια καθημερινά. Στις πέντε το πρωί. Στις πέντε, ακριβώς, κάθε μέρα το πρωί «ο Φόρος» («Φυλάκιο» εισόδου στην Πόλη. Στη θέση του παλαιού Δημαρχείου), εκεί, να εισπράττει τα «περατιάτικα».
Μέχρι που να το θυμόμαστε, ακόμα, οι παλιοί…
Και έτσι ή κάπως έτσι και χειρότερα και χωρίς καμιά λογική, εποικιστές και γηγενείς, την «είδαμε», σαν Ομφαλός της Γης και σαν Δερβένι. Για όλες τις μετέπειτα, αναπτυχθείσες εκτός σχεδίου και χωρίς υποδομές, περιφερειακές των Αγίων περιοχές. Εμείς, η φρόνιμη μετέπειτα μωσαϊκή «δημοσιοϋπαλληλία» της δεκαετίας, κύρια, του ογδόντα, με ό,τι αυτό υπονοεί και συνεπάγεται.
Και πήρανε τα μυαλά μας αέρα. Και φιάξαμε τον μύθο μας. Κι όταν η Ελλάδα «έγινε» Ευρώπη (κούνια που μας κούναγε) πιάσαμε ως και τ’ αυγό για να κουρέψουμε.
Οι καταστηματάρχες «ξαδέρφια» των αντίστοιχων (;) της Ρώμης και του Μιλάνου, του Παρισιού και του Λονδίνου.
Οι ιδιοκτήτες …εδώ να δεις. Χρυσάφι ο «αέρας» κι ο μήνας να θρέφει δώδεκα.
Και η εξουσία, οι «Άρχοντες των Δαχτυλιδιών» (πλην μιας και μοναδικής φωτεινής εξαίρεσης, του αείμνηστου Δήμαρχου Σπύρου Αποστόλου) να μοιράζονται τα ιμάτια της αμβλυωπίας τους. Χωρίς να αντιλαμβάνονται πως …καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τις παραπούλες.
Χωρίς να συνειδητοποιούν πως η αβελτηρία τους, η έλλειψη δημιουργικής φαντασίας, η απουσία της λαϊκής συμμετοχής, μαζί με τα χωρίς προσανατολισμό, χρώμα και ταυτότητα κοντόφθαλμα οράματά τους (αν ποτέ υπήρχαν) στείλανε την μικρή μας πόλη νωρίτερα να χαθεί «ανώνυμη» και χωρίς χαρακτήρα στη σκόνη του χρόνου.
Και στο μεταξύ οι κάποτε δορυφορικές και απόλυτα εξαρτημένες από την αγορά των Αγίων γειτονικές αγορές να αναδύονται, να αυτονομούνται και να εδραιώνονται σε πείσμα των εθελοτυφλούντων. Ο πεθαμένος πολύ πριν πεθάνει φαινότανε πως θα πεθάνει. Κι όμως, ουδείς από τους «στενούς συγγενείς», Δημοτικοί Άρχοντες, καταστηματάρχες, ιδιοκτήτες, αλλά και «λοιποί συγγενείς», προβληματίστηκε σοβαρά, δημιουργικά και έγκαιρα να «δει» τους λόγους που χάνεται η ζωή και η πιάτσα από τους Αγίους. Παρακολουθούσαν με ανερμήνευτη ουδετερότητα το τέλος της πόλης των παιδικών τους χρόνων σαν κάτι το μοιραίο και αναμενόμενο. Τζογάροντας, όμως, ο καθένας κρυφά και εαυτουλικά, σε μια απελπισμένη ελπίδα…
Κι από την άλλη, ο θρίαμβος της μανδαρινοκρατίας. Ό,τι δημιουργικό, αιρετικό και αντικομφορμιστικό – συγκρουσιακό και διονυσιακό σε ισόβια υπερορία. Και τώρα; Τώρα που ο θάνατος της «πεφιλημένης νεαράς» (όχι κατ’ ανάγκην μόνο αγοράς) επέρχεται με βασανιστικά αργή σταθερότητα; Τώρα που ο πάτος έπιασε ταβάνι; Υπάρχει σωσμός; Δεν ξέρω, πάντως «η επανάσταση» φαίνεται πως μπορεί να γίνει. Έστω και τώρα, έστω κι αργά. Όμως, όχι πάλι με ελαφρύ οπλισμό… Χαμένος κόπος. Οι πελταστές δεν θα αντέξουνε τις θερμοκρασίες τήξης …με πεθαμένο τον υδράργυρο.
Και για να λυθεί μια κι έξω το κράτημα, μερικών ανυποψίαστων στο υποκριτικά, κάθε φορά, κρίσιμο «Δια ταύτα». Όχι, το παραμύθι δεν έχει δράκο. Η κρίση είναι για όλους… εμάς, ίδια. Και δεν είναι ευκαιρία, ούτε «φυσικό» φαινόμενο. Ξέρει ο καπιταλισμός από ενδο-τοπικά ανταγωνιστικά τερτίπια και αλισβερίσια. Ξέρει πως σπάνε τα κόκκαλα. Δεν ζούμε, κανείς μας δεν ζει, σε κενό αέρος. Ούτε σε νύχτες… λευκές. Μαύρες είναι και μάλιστα… νύχτες, μαύρες κι άραχλες. Όμως, μέχρι να «χαράξει»… χρειάζεται περπάτημα. Ακόμα και στη νύχτα… Κι αυτό κάνουμε…Σταθερά…
Και… για να συμπληρωθεί, ως του πρέπει, ο κύκλος των τριάκοντα εξήντα μοιρών του γραπτού μας. Μπορεί, πράγματι, ο τόπος να αποκτήσει, σε βάθος χρόνου, με προσπάθεια, επιμονή και ευρηματικότητα ονομασία αναγνωρησιμότητας και ενδιαφέρον διαχρονικής επισκεψιμότητας. Έχει στοιχεία. Λίγα, αλλά χαρακτηριστικά.
Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης
Εμείς, όχι, δεν είμαστε αυτοί που φτιάχνουν τα τζοβαϊρικά με τ’ όνομα τ’ ονομαστό. Ούτε τις ασημοκαπνισμένες πίπες των πασάδων. Και τις πιστόλες. Των καπεταναίων.Εμείς, όχι, δεν είμαστε τα Γιάννινα, τα πρώτα στις τέχνες, τα γρόσα και τα γράμματα.
Εμείς, ένα πέρασμα είμαστε. Επίπεδο, ταπεινό, αδιάφορο. Και χωρίς στίγμα. Χωρίς προσωπικότητα, χωρίς ταυτότητα και χαρακτήρα. Ένα πέρασμα των φορτωμένων με ζαρζαβατικά μενιδιάτικων και χασιώτικων γαϊδουριών είμαστε. (Οι Άγιοι Ανάργυροι, που δεν τους ξέρετε, είμαστε).
Στον δρόμο για την αγορά. Σε δρομολόγια καθημερινά. Στις πέντε το πρωί. Στις πέντε, ακριβώς, κάθε μέρα το πρωί «ο Φόρος» («Φυλάκιο» εισόδου στην Πόλη. Στη θέση του παλαιού Δημαρχείου), εκεί, να εισπράττει τα «περατιάτικα».
Μέχρι που να το θυμόμαστε, ακόμα, οι παλιοί…
Και έτσι ή κάπως έτσι και χειρότερα και χωρίς καμιά λογική, εποικιστές και γηγενείς, την «είδαμε», σαν Ομφαλός της Γης και σαν Δερβένι. Για όλες τις μετέπειτα, αναπτυχθείσες εκτός σχεδίου και χωρίς υποδομές, περιφερειακές των Αγίων περιοχές. Εμείς, η φρόνιμη μετέπειτα μωσαϊκή «δημοσιοϋπαλληλία» της δεκαετίας, κύρια, του ογδόντα, με ό,τι αυτό υπονοεί και συνεπάγεται.
Και πήρανε τα μυαλά μας αέρα. Και φιάξαμε τον μύθο μας. Κι όταν η Ελλάδα «έγινε» Ευρώπη (κούνια που μας κούναγε) πιάσαμε ως και τ’ αυγό για να κουρέψουμε.
Οι καταστηματάρχες «ξαδέρφια» των αντίστοιχων (;) της Ρώμης και του Μιλάνου, του Παρισιού και του Λονδίνου.
Οι ιδιοκτήτες …εδώ να δεις. Χρυσάφι ο «αέρας» κι ο μήνας να θρέφει δώδεκα.
Και η εξουσία, οι «Άρχοντες των Δαχτυλιδιών» (πλην μιας και μοναδικής φωτεινής εξαίρεσης, του αείμνηστου Δήμαρχου Σπύρου Αποστόλου) να μοιράζονται τα ιμάτια της αμβλυωπίας τους. Χωρίς να αντιλαμβάνονται πως …καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τις παραπούλες.
Χωρίς να συνειδητοποιούν πως η αβελτηρία τους, η έλλειψη δημιουργικής φαντασίας, η απουσία της λαϊκής συμμετοχής, μαζί με τα χωρίς προσανατολισμό, χρώμα και ταυτότητα κοντόφθαλμα οράματά τους (αν ποτέ υπήρχαν) στείλανε την μικρή μας πόλη νωρίτερα να χαθεί «ανώνυμη» και χωρίς χαρακτήρα στη σκόνη του χρόνου.
Και στο μεταξύ οι κάποτε δορυφορικές και απόλυτα εξαρτημένες από την αγορά των Αγίων γειτονικές αγορές να αναδύονται, να αυτονομούνται και να εδραιώνονται σε πείσμα των εθελοτυφλούντων. Ο πεθαμένος πολύ πριν πεθάνει φαινότανε πως θα πεθάνει. Κι όμως, ουδείς από τους «στενούς συγγενείς», Δημοτικοί Άρχοντες, καταστηματάρχες, ιδιοκτήτες, αλλά και «λοιποί συγγενείς», προβληματίστηκε σοβαρά, δημιουργικά και έγκαιρα να «δει» τους λόγους που χάνεται η ζωή και η πιάτσα από τους Αγίους. Παρακολουθούσαν με ανερμήνευτη ουδετερότητα το τέλος της πόλης των παιδικών τους χρόνων σαν κάτι το μοιραίο και αναμενόμενο. Τζογάροντας, όμως, ο καθένας κρυφά και εαυτουλικά, σε μια απελπισμένη ελπίδα…
Κι από την άλλη, ο θρίαμβος της μανδαρινοκρατίας. Ό,τι δημιουργικό, αιρετικό και αντικομφορμιστικό – συγκρουσιακό και διονυσιακό σε ισόβια υπερορία. Και τώρα; Τώρα που ο θάνατος της «πεφιλημένης νεαράς» (όχι κατ’ ανάγκην μόνο αγοράς) επέρχεται με βασανιστικά αργή σταθερότητα; Τώρα που ο πάτος έπιασε ταβάνι; Υπάρχει σωσμός; Δεν ξέρω, πάντως «η επανάσταση» φαίνεται πως μπορεί να γίνει. Έστω και τώρα, έστω κι αργά. Όμως, όχι πάλι με ελαφρύ οπλισμό… Χαμένος κόπος. Οι πελταστές δεν θα αντέξουνε τις θερμοκρασίες τήξης …με πεθαμένο τον υδράργυρο.
Και για να λυθεί μια κι έξω το κράτημα, μερικών ανυποψίαστων στο υποκριτικά, κάθε φορά, κρίσιμο «Δια ταύτα». Όχι, το παραμύθι δεν έχει δράκο. Η κρίση είναι για όλους… εμάς, ίδια. Και δεν είναι ευκαιρία, ούτε «φυσικό» φαινόμενο. Ξέρει ο καπιταλισμός από ενδο-τοπικά ανταγωνιστικά τερτίπια και αλισβερίσια. Ξέρει πως σπάνε τα κόκκαλα. Δεν ζούμε, κανείς μας δεν ζει, σε κενό αέρος. Ούτε σε νύχτες… λευκές. Μαύρες είναι και μάλιστα… νύχτες, μαύρες κι άραχλες. Όμως, μέχρι να «χαράξει»… χρειάζεται περπάτημα. Ακόμα και στη νύχτα… Κι αυτό κάνουμε…Σταθερά…
Και… για να συμπληρωθεί, ως του πρέπει, ο κύκλος των τριάκοντα εξήντα μοιρών του γραπτού μας. Μπορεί, πράγματι, ο τόπος να αποκτήσει, σε βάθος χρόνου, με προσπάθεια, επιμονή και ευρηματικότητα ονομασία αναγνωρησιμότητας και ενδιαφέρον διαχρονικής επισκεψιμότητας. Έχει στοιχεία. Λίγα, αλλά χαρακτηριστικά.
- Η Ελιά του Πεισίστρατου (Μ’ ένα διευρυμένο περιβάλλοντα χώρο για περίπατο). Καθιέρωση ετήσιου συνεδρίου Ιστορίας – Φιλοσοφίας. Ή και Διαχείρισης, Διανομής και Αξιοποίησης γης – δημόσιας περιουσίας. Επαφές με αντίστοιχες Πανεπιστημιακές σχολές. (Ο Δημήτρης Τσιμπουράκης έχει ασχοληθεί διεξοδικά, παλαιότερα, με σχετικές προτάσεις μέσα και από τη «Δημοτική Αναγέννηση»).
- Πύργος Βασιλίσσης. Παραστάσεις Μεσαιωνικού Θεάτρου – Αρχαίας Τραγωδίας. Το Εθνικό και (ειδικά) ο Σωτήρης Χατζάκης ψάχνει και ψάχνεται για τέτοιους χώρους. Σε τι υπολείπεται της Ρεματιάς Χαλανδρίου;
- Εορτές των Αγίων Αναργύρων. Θρησκευτικοί (και όχι μόνο) επισκέπτες. Εμπορικά πανηγύρια αλλά και δρώμενα στο νέο πεζόδρομο (γραμμών) με περιφερόμενους μουζικάντηδες και ορχήστρες. Θέατρο Δρόμου («Πειραματικές» Σχολές). Αξιοποίηση καλλιτεχνικών τμημάτων Πολιτιστικού Κέντρου «Σπύρος Αποστόλου».
- Έκθεση Ιατρικής Βιβλιογραφίας – Βιβλίου. Καθιέρωση ετήσιου Ιατρικού Συνεδρίου Ανίατων Παθήσεων σε συνεργασία με Άσυλο Ανιάτων. Μονοθεματικά, όμως, μπορεί η ταυτότητα της περιοχής να αναδειχθεί και μέσα από την ιδιαίτερη προβολή και αξιοποίηση των πολιούχων γιατρών Αγίων. Η Κως, με τον Ιπποκράτη, «μονοπωλεί» τα ιατρικά συνέδρια. Και καλώς. Τηρουμένων, εννοείται των αναλογιών, γιατί όχι κι εμείς;
- Ίδρυμα Βρεφών «Μητέρα».
- Αξιοποίηση «σπανιότητας» Βυζαντινής εκκλησίας Αγίων Ακινδύνων.
- Πάρκο Τρίτση. Συνέδριο Περιβαλλοντικής Ευαισθησίας την Πέμπτη ημέρα κάθε Ιούνη. Υπουργείο Περιβάλλοντος. Φεστιβάλ ΚΝΕ. Αξιοποίηση πανελλαδικής προβολής περιοχής μας μέσω ετήσιου Φεστιβάλ. Στήριξη (και προφεστιβαλικών) δραστηριοτήτων μετά από συνεργασία με ΚΝΕ.
- Δημιουργία Σχολών Λαϊκής Τέχνης. Παραγωγή. Κεραμικά, κοσμήματα, αντίγραφα αρχαίων εκθεμάτων Μουσείων. Πολυποίκιλη αξιοποίηση εστεγασμένων χώρων νέου Δημαρχείου.
Αυτός, λοιπόν, είναι ο τόπος μας. Ένα πέρασμα. Επίπεδος, ταπεινός, αδιάφορος μα και αφόρητα συμπαθητικός. Αρκεί να τον αγαπάμε με αγάπη πολλή, όμορφη, αληθινή και ανιδιοτελή. Και να μην τον προσβάλλουμε και τον απαξιώνουμε φυτεύοντας ασχημία και χρησιμοποιημένη άσφαλτο. Στην θέση δέντρων και πράσινου (πρόσφατη «τακτοποίηση»). Στις παλιές γραμμές του τραίνου, δίπλα στην κεντρική πλατεία. Για πάρκινγκ, λέει… Δεν ξέρω στο όνομα ποιών συμφερόντων.
Όμως, η πόλη μας, σε πείσμα της ό,ποιας αμβλυωπίας, δεν θα πεθάνει… Γιατί, είπαμε, είναι αφόρητα συμπαθητική. Και άνθρωποι «όρθιοι», άνθρωποι «άγριοι» να τη στηρίξουν, υπάρχουν… Ακόμα!
Όμως, η πόλη μας, σε πείσμα της ό,ποιας αμβλυωπίας, δεν θα πεθάνει… Γιατί, είπαμε, είναι αφόρητα συμπαθητική. Και άνθρωποι «όρθιοι», άνθρωποι «άγριοι» να τη στηρίξουν, υπάρχουν… Ακόμα!
* Το σκίτσο είναι προσφορά του Ανδρέα Μηλιώνη για το παρόν άρθρο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου