Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Ένα ζεϊμπέκικο για το Στέλιο

Στέλιος Καζαντζίδης (29 Αυγούστου 1931 - 14 Σεπτεμβρίου 2001)

Απόψε μ' αναστεναγμό θα πω τον αμανέ μου
Και θα σε βάλω για κριτή, Πλάστη μου και Θεέ μου
Ποια είν’ τα βαριά μου σφάλματα και το μεγάλο κρίμα
Κι είν’ η ψυχή μου φυλακή κι είν’ η ζωή μου μνήμα
Θα μπω σε βάρκα ν' ανοιχτώ, κόσμο να μην ακούω
Και στης καρδιάς μου το σεβντά μόνο να υπακούω
Πελαγωμένος να θρηνώ με πόνο και λαχτάρα
Κι όλο να ψάχνω μην φανεί η φλογερή «Χουσάρα»1
Θα μπω σε υπόγεια του καημού, σε ανήλιαγους τεκέδες
Θα ρίξω βόλτες με σπονδές βροχή από κατιφέδες
Ένα καλάθι γιασεμιά στο Στέλιο τον Κεφάλα2
Και μια λαμπάδα δίμετρη στην Άγια Μαντουβάλα
Εμείς σε πήραμε ζωή για γλέντι και παιχνίδι
Κι εσύ μας κέρασες φωτιά, φαρμακωμένο ξύδι
Οι πόθοι μας ναυάγια, τα όνειρα φευγάτα
Τσαλακωμένα γηρατειά και τσακισμένα νιάτα
Είσαι στο αίμα και στο λογισμό μου αδελφοποιτός και καρντάσης
Είσαι ο αδερφός μου ο γλυκός ο ταγμένος για φίλια έργα ελληνικά, της αγάπης και της ειρήνης
Της ιστορίας και της τύχης δώρο ατίμητο στον πολύπαθο τόπο μας
Ένας τελάλης πανάρχαιος που διαλαλεί την αιώνια καλή πραμάτεια του κόσμου: τη Φιλία και τον Έρωτα, το Ήθος και το Κάλλος, τη Δικαιοσύνη και τη Ντομπροσύνη, την Πατρίδα και τη Μάννα
Ένας δάσκαλος που του δόθηκε η δωρεά ό,τι με πόνο σπέρνει να καρπίζει
Αφού, μ' ένα σου «αχ» μπορείς κι οργώνεις τόσες κακοτράχαλες ψυχές, άντρες θηρία
Γιατί έμαθες από νωρίς μειλίχια νανουρίσματα σε σπάργανα λατρείας, τροπάρια αηδονόλαλα σ' αειθαλή προσκυνητάρια
Και άδεις περήφανα, με ουρανομήκεις στεναγμούς, πυρετικές ιαχές
Ωδές που γίνονται σαλπίσματα εγερτήρια πάνω από ερειπωμένες πολιτείες, μονοπάτια και λεωφόρους, χείμαρρους και νεροφαγιές, μοναστηράκια και χωριά παρατημένα
Ταχταρίσματα παραμυθίας και στοργής για βρέφη με μέλλον απαρηγόρητο
Ήχοι καταλαγής πάνω απ' τα κάστρα της Μονεμβασιάς και της Τορώνης
Του έρωτα μελιχρή φωνή κυματόεσσα απ' τα πέπλα τ' ουρανού ως το βένθος της θαλάσσης
Λαρύγγι σμιλεμένο μέσα στα σπάραχνα της γης, μες στην πανάρχαια μήτρα των βιβλικών διδαχών και του αειπάρθενου έρωτα
Ένα μυστήριο κι ένα αντίδωρο στο φαρμάκι της αμείλικτης βιοπάλης
Ο θρηνωδός του λαβυρίνθου των σεβντάδων που από τα δόκανα τους δεν ξεγλίστρησε θνητός
Η άγια φωνή των εργατουπόλεων, η τραγουδισμένη αγανάκτηση των ξένων και των δούλων του σπαραγμένου μας κόσμου
Σε είδα με πανσέληνο καβάλα σε χιλιάρα μηχανή με τη Σαπφώ όρθιο κατάρτι στη σέλα σου να μέλπει3 ολολυγή4, ενώ χιλιάδες λύρες χόρδιζαν, μυριάδες κύμβαλα σχίζαν με το κροτάλισμά τους τον αέρα
Κι ακολουθούσαν πεζοπόροι, ομάδα πρώτη, ο Περιστέρης και ο Τούντας, ο Νταλγκάς και ο Νούρος, η Ρόζα και η Ρίτα, ο Αραπάκης και ο Κάβουρας, ο Μάρκος και ο Μπάτης, ο Χατζηχρήστος και ο Μπαγιαντέρας, ο Παπαϊωάννου και ο Τσιτσάνης, η Στέλλα και η Μαρίκα, ο Μητσάκης και ο Καλδάρας, ο Τεμπέλης και ο Πρόδρομος
Κι άλλοι πολλοί λουσμένοι με τη λάμψη απ' το βαρύ ρεμπέτικο τους φωτοστέφανο
Στο τέλος κι η Σωτηρία Μπέλλου, παραπονιάρα κι ολομόναχη, γιατί και στην άλλη τη ζωή τής έρχεται ο κόσμος δύσκολος
Κατόπι ακολουθούσαν καβαλάρηδες, ομάδα δεύτερη, οι Μάγοι της Ανατολής, Ψάλτες και Χανεντέδες5 της Τουρκιάς, ο ύψιστος Ουστάντ Σελτσούκ, ο Μέγας Αοιδός και βλάμης σου, Ζεκί Μουρέν, ο Τέλειος Αμανετζής Χαφίζ Μπουρχάν και ο χορός των περιπαθών θεαινών, η Ρωμιά Ευθαλία η Γοργόνα6, η Σαφιγιέ Αϊλά, η Περιχάν Αλτινντάγ, η Σαμπιτέ Τουρ, η Μεντιχά Ντεμίρκιραν, η Μουζεγιέν Σενάρ και η Χαμιγιέτ Γιουτζεσές η υψίφωνος
Και πίσω τους, αρχηγοί σε καραβάνι ατέλειωτο, οι θρύλοι της Αιγύπτου, η Ασμαχάν, η Λεϊλά Μουράντ, η Ουμ Καλσούμ και ο Άμπντελ Χαλίμ Χάφεζ
Πιο πίσω, ορδές ψυχών, ομάδα τρίτη, κι ο Τζίμμυ Χέντριξ, αρχηγός, ολόγυμνος, με κολλημένο στο πάνω μέρος του κορμιού το τρέμολο της μαγεμένης του κιθάρας
Ύστερα, ομάδα τέταρτη, πολύχρωμη νεολαία του '70, μπουλούκι της καμένης δροσιάς και της παζαρεμένης ελευθερίας, κρατώντας στα υψωμένα χέρια πάμφωτη σκηνή, όπου σπάραζε η Τζάνις Τζόπλιν, ωρυόμενη λέαινα
Πιο πίσω ακόμη, καταμόναχος και σοβαρός, όπως του πρέπει, ο σοφός Τζων Λένον μουσκεμένος από ένα αγιάζι καλοσύνης και πραότητας τραγουδώντας το "All yoy need is love" και το "Imagine"
Τέλος ηγούνταν της ορχήστρας του ουρανού, ολόλαμπρος κι ολόμορφος, μες σε χρυσάφι ομορφιάς απόλυτης ο θεός Απόλλων με τη λύρα του
Και παιάνιζαν σήραγγες αέρα, φλάουτα και πλαγίαυλοι, οι μαγικοί αυλοί του θεού Πανός, των καλαμιών διπλές γλωττίδες, γκάιντες της Θράκης
Χάλκινα ασημόμπρουτζα του τρομερού Ντομάτα, μοντέρνα χάλκινα της τζαζ, κόρνες σπειροειδείς που ξεκουφαίνουν, πελώριες τούμπες σαν του Ζουγανέλη στη σειρά
Βιολιά και βιόλες, άρπες, ταρ, σιτάρ, λύρες του Πόντου και της Κρήτης
Κρουστά που κάναν τέτοιο πάταγο ώστε τρυπήσαν του Ουρανού τα τύμπανα
Σ' ένα όρθιο πιάνο διασκέδαζε ο Μάνος Χατζιδάκις την ανία των άστρων
Μακριά στο βάθος ένα σύννεφο είχε πάρει τη μορφή και τη φωνή της Θεόμορφης και Θεόφωνης Κάλλας
Σε είδα να ψάλλεις, συνοδεία με τον Ρωμανό7, τον Κουκουζέλη8, τον Πρίγκο και τον Ταλιαδώρο, τον Στανίτσα, «ήθος συσταλτικόν»9
Σε είδα κρεμασμένο σε εικονοστάσι στου Παγγαίου τα χωριά
Σε είδα φαντάρο κι έλαμπες με δίκοχο στο Μούδρο και στην Ατσική στη «λευκή»10 Λήμνο, με μπερέ και μουστακάκι κορακάτο στο Μανταμάδος και στης Λέσβου το Λισβόρι
Σε είδα ξωψάχο ερημωμένο στη Σκιάθο την παλιά του κυρ-Αλέξανδρου
Σε είδα βοσκό και μάντη οιωνοσκόπο ~ διάβαζες πλευρά αμνού — στην ξεχασμένη Βουρκωτή της Άνδρου
Σε είδα κοσμοκαλόγερο να μερεμετάς τα δίχτυα σε διακόνημα στον αρσανά της μονής Μεγίστης Λαύρας
Σε είδα να στέλνεις περιστέρια «ταχυδρόμους» στη Μελβούρνη, κι όλα τα σόγια τους να τα κανοναρχείς,  «καρακαπλάνια»,  «καραμπάσια»  και «ντουνέκια», «μισίρια», «παγωνάτα», «λοκατζήδες», «βούτες» κι «ανεβατόρια»11, που διαπρέπουν σε φιγούρες γερακίσιες
Σε είδα χαμάλη κι αγωγιάτη με χιλιομπαλωμένη φορεσιά στη Ζέα
Σε είδα τεχνίτη μαραγκό που καλαφάτιζες ένα σκαρί στο Γαλαξίδι
Σε είδα σε μια μπαίρα2 της Αγιάσου τσακισμένο εργάτη στο λιομάζεμα
Στην Αγια-Μαρκέλλα να λιώνεις καραμέλα με τριαντάφυλλο μασώντας χιώτικη μαστίχα
Τύφλα μεθυσμένο στο Ποτάμι, στο πεντάμορφο Καρλόβασι παρέα με τον ζορισμένο Γιάννη Ρίτσο και τα χειρόγραφα της «Ρωμιοσύνης» του
Σε είδα λατόμο να πελεκάς το γρανίτη, να καθαρίζεις τον κασσίτερο
Να ξεχωρίζεις φλέβες χρυσού στα κρυφά νερά της ερήμου
Σε είδα να τραγουδάς και να γλυκαίνεις το φαρμάκι του σατράπη
Σε είδα να σηκώνεις ψηλά το ελληνικό μπαϊράκι13, όταν φυσούσε ο σαρωτικός αέρας της μετανάστευσης
Σε είδα να λες λόγια της θάλασσας, πως το καλκάνι τρώγεται το Μάη και να 'ναι αρσενικό, πως δεν δολώνουνε τη νύχτα με τ' ολόφεγγο, πως άλλο «μαμούνι» κι άλλο «Φαραώ», άλλο «τσουτσούνι» κι άλλο «ακροβάτης»14
Σε είδα ψαρά σ' όλες τις θάλασσες του κόσμου
Σε είδα να κόβεις στα δυο το τραγούδι και να φεύγεις πανικόβλητος καθώς όλη της νύχτας η βρωμιά έριχνε επάνω σου με φούρια «παραγγελιές» και στοίβες τσακισμένων πιάτων
- Γιατί δεν είσαι άλμα εσύ για αγύμναστες ψυχές –
Σε είδα στη Φραγκφούρτη ένα απόγεμα να κάνεις πρόβα, με τη Μαρινέλλα στα σατέν, κι η ξενιτεμένη εργατιά είχε φρακάρει δημοσιές κι αλάνες έξω απ’ το μαγαζί σε ουρές κλαμάτων
Σε είδα με το μαντίλι της ουράνιας Ουμ Καλσούμ να μοιράζεις πεντακάθαρο νερό να ξεδιψάσουν οι ψυχές των νομάδων του Νείλου
Σε είδα στο Σιταντέλ, στο Κάιρο, παρέα με εκατό χρωματιστές φελάχες, να
παίζεις πρέφα με τον Τσίρκα — και την Αριάγνη να σου ρίχνει τα χαρτιά
Σε είδα με τον Φαρίντ Ελ Ατράς που σου 'παιζε ούτι ενώ ξεψάριζες τούνες και καραβίδες στο Πορτ-Σάιντ
Σε είδα δεξιό ψάλτη, σε μαρωνίτικη εκκλησιά, στην Τρίπολη, Παρασκευή Χαιρετισμών, και σου κρατούσε το «ίσο» η πεντάμορφη Φεϊρούζ, στο «Άσπιλε» και στο «Για χαμπίμπι»
Σε είδα να πουλάς κιλίμια, ξυπόλητο τσιράκι, σ' ένα σουκ στο Χαλέπι
Σε είδα στο Σφαξ πραματευτή, στη Μεκνές καμηλιέρη, ταυρομάχο στην Κόρδοβα, αγωγιάτη στο Πόρτο, σφουγγαρά στη Βεγγάζη, στο Αμάν σαλεπτσή
Σε είδα στην Αλεξάνδρεια παρέα με τον Καβάφη να τραβάς θεριακλίδικα απανωτές τζούρες σίσας15 με άρωμα άγριας ανεμώνας
Σε είδα αγκαζέ με τη Σεβάς Χανούμ στα μαύρα να σεργιανάς με κουστουμιά από κασμίρι στο πανηγύρι του Αϊ-Γιώργη στην Αμάσεια
Σε είδα στην αρχαία Έδεσσα, μέσα στη σπηλιά του Αβραάμ, να φλέγεσαι και να τραγουδάς το «Καίγομαι και σιγολιώνω στη δική σου τη φωτιά»
Σε είδα που κουτσόπινες σ' ένα μεϊχανέ16 κι αφουγκραζόσουν άγρια μεσάνυχτα τα τύμπανα του Ραμαζανιού και σεργιανούσες τα χαράματα τα διαβολεμένα τσιφτετέλια στο Καντιφέ καλέ της Σμύρνης
Σε είδα καφετζή στο Προκόπι, γλύπτη στο Αβανός, αλογατάρη στο Καραμάν, χαλκωματά στη Νίγδη, παραδαρμένο χριστιανό στα υπόσκαφα του Γκιόρεμε και στις κατακόμβες της Ιχλάρα
– Αχ, Στέλιο, τα όρη της Καππαδοκίας, ένας λυγμός, τα θυμιατήρια της, βορά για κρυόπλαστους περιηγητές της Αλβιόνος, κι η αρχοντική μας Σινασσός, μια απέραντη αχυρώνα –
Σε είδα αγγελόμορφο στης Παναγίας Σουμελά το δάσος ξυλοκόπο
Σε είδα που περπατούσες στα ερείπια της Καρμύλασου, στα χαλάσματα του Αρπάς καλεσί, βουτούσες μέσα στις καρδιές των πηγών, στου Παμούκ καλέ τους ασβεστωμένους καταρράκτες, βαφτιζόσουν κι έβγαζες φτερά και πετούσες τραγουδώντας περιπαθή γκαζέλια17 πάνω απ' τους μικρασιάτικους κασαμπάδες18
Σε είδα στο χωριό Χατζή Μπεκτάς να κολυμπάς σε μεθυστικά ντουμάνια ανάμεσα σε αφιονισμένους Αλεβήδες19, να κρατάς το τέμπο για το μπαμπά20 του τεκέ που στροβιλίζονταν σε μια καταιγίδα οργής και σοφίας
Σε είδα στη μεγάλη οδό του Πέρα, θριαμβευτή, να σε ακολουθούν εν χορώ, σαν τυφλοί, άνθρωποι απ’ όλα τα μιλέτια21 του σουλτανάτου, Ρωμιοί και Οθωμανοί, Εβραίοι κι Αρμένηδες, Αράπηδες και Σουριανοί, Κούρδοι και Χαλδαίοι, Ζαζάδες και Νταντάσηδες, Τάταροι και Τσερκέζοι, Λεβαντίνοι και Πουρκουάδες, ξεσαλωμένοι και τυφλοί, γιατί η φωνή σου ήταν η ίδια της διδασκαλία και αίρεση
Σε είδα Πρωτοχρονιά στου Μπαλουκλιού το βακούφι, ήσουν ντυμένος Αϊ-Βασίλης και μοίραζες τσιγάρα και χαμόγελα στα στερνά ρετάλια της απόμαχης ομογένειας
Σε είδα μέσα στην Αγια-Σοφιά, μπρος στην Ιερά Πύλη, δυο κάτια διπλωμένο, απαρηγόρητο για τις κατάρες του γένους
Σ' άκουσα, κάποιο Σεπτέμβρη, πνιγμένο σε βαθύ ολοφυρμό, να βοηθάς στο χασλαμά22, περιφέρεια Κιλκίς, και τα μεγάφωνα των αέρηδων έστελναν τα λόγια σου από το Υψάρι στον Άθω, από το Σάος στον Ταΰγετο, απ' την Γκιώνα στην Όσσα, απ' τον Ψηλορείτη στο Μήτικα
Έβγαζες οιμωγές και γλυκασμούς στη διαπασών, τους παίρναν τα ωδικά πτηνά και τους σκορπούσαν στους ανέμους και φέρναν τον απόηχο
Στην κώχη ενός φρικιού παραδαρμένου στα Εξάρχεια
Σε μιας ξεριζωμένης την ποδιά στην Αλφειούσα
Στη μάντρα ενός τσομπάνη στην Απείραθο
Σε μια παροπλισμένη μπλάβα στο νησί του Αλή πασά
Από την Έλυμπο ως τη Μεσαριά κι από τη Ναύπακτο ως τη Φλώρινα
Απόψε τα μεσάνυχτα η φωνή σου κόβει στα δυο
Τον ύπνο στο Ληξούρι και τη σιγαλιά στο Καστελόριζο
Και κάνει συντροφιά τη χαραυγή σ' εξόριστες στο Τρίκερι κι ερημωμένους στο Παρθένι
Σε βρακοφόρους Σφακιανούς, Κώτες, Ροδίτες
Πενθοφορούσες αδερφές μας, Ελένες, Δέσποινες, Μαρίες
Ρημοκλήσια καταφρονεμένα κι επιτάφιους μοσχομύριστους
Ξεπατωμένα κοιμητήρια που φιλοξένησαν κάποτε ανέστιους και λεπρούς, πικρομάνες και κρυφογκαστρωμένες
Σ’ άκουσα που σιγοτραγούδησες για ξεραμένες λαγκαδιές και για πλημμύρες
Σα λιτανείας ψαλμό και παρακλητικό κανόνα
Για ταπεινά ηρώα των νικημένων με αόρατα δαφνοστέφανα
Κοιλάρφανα του ολέθρου της Κορέας, ξελογιασμένες παρθένες
Σκεβρωμένες πλύστρες και κοψομεσιασμένες μοδιστρούλες
Μαναβάκια της λαχαναγοράς στ' αγιάζι της αυγής που ξεροστάλιαζαν
Λιαστά τσιράκια και καλφάδες σκαρφαλωμένους στις σκαλωσιές μέσα στη ντάλα
Καπνεργάτριες που ντανιάζουν σε στοίβες τον καπνό διπλοσκυμμένες
Νύφες, από την πρώτη νύχτα χήρες άμοιρες, «Στο άδειο προσκεφάλι»
Κι αγόρια που μαρτύρησαν σε παρεξηγημένους δρόμους
Σε είδα που γλυκονανούριζες, στην Κοκκινιά, ξενυχτισμένους γέρους ταξιτζήδες
Λαχταρισμένους από τον κατατρεγμό της βιοπάλης, Σαββατόβραδο
Που είχαν ξεχάσει ποια και πόσα της ζωής τα μπερεκέτια απ' τις αδιάκοπες φωτιές, και τους έλεγες «Η ζωή μου όλη είναι ένα καμίνι»
Σε είδα ένα σούρουπο στον τενεκέ-μαχαλά της Κομοτηνής που γέμιζες τις χούφτες σου με δάκρυα τσιγγάνων
Σε είδα έξω απ' το στάδιο που οι χεβυμεταλάδες σε κολλούσαν χαλκομανία στο μανίκι της ηλεκτρικής κιθάρας τους κάνοντας επανωτά το σταυρό τους πριν τη συναυλία
Σε είδα σαν οπτασία της απόλυτης πληβείας ομορφιάς να ανασταίνεσαι μέσα σ' ένα πνιχτό πούσι από τσιγάρα στούκας και όπιο
Σε είδα να πολεμάς την αδικία σε όλα της τα μέτωπα
Τον καιρό τον τραχύ που κρέμονταν ένα σωρό χαντζάρια πάνω από την τραχηλιά μας και την τραχηλιά των παππούδων μας
Κοινοτάρχες και γραμματικοί, κατηχητικά και «ήμαρτον», προστάτες, παρακρατικοί, εθνοκάπηλοι, πλαστοί ανάπηροι πολέμου, θυρωροί, ταχυδρόμοι, αγροφύλακες, περιπτεράδες, παπατζήδες, βαλτοί, τηλεφωνήτριες, μουστόγριες
Ο Κολοφώνας του ρωμαίικου ρουφιανάτου
Ανέραστοι εραστές της εξουσίας
«Γιορτές αρετής» κι αργότερα «Επιχειρήσεις αρετής»
Τέτοια απύθμενη σαπίλα
Κι η ασπρόμαυρη Φρειδερίκη στην κολασμένη ασφάλεια
Κάτω από στέμμα πλουμιστό, με μάτι αγέρωχο και στριμμένο χαμόγελο Αλκοολική της αλαζονείας
Κάτω απ' το μπούστο της κακόμοιροι μπασκίνες βαθμοφόροι, που τριπλοσταυροκοπιούνται κάθε Κυριακή μπροστά στο Βήμα το ιερό, οι ανίεροι κυνηγοί κεφαλών
Μπάτσοι ή μπασκίνες με τους μπιστικούς τους
Κι απέναντι, παντελόνι εργατικό, χέρια οργωμένα, κεφάλι σκυφτό, δίχως νερό, δίχως τσιγάρο, ανακρίσεις μυστικές κι αφανέρωτες, με ονοματεπώνυμο αλλά χωρίς ταυτότητα
Προσβολές και καρφώματα για αλητεία και συμμορίες στο βουνό
«Με χειροπέδες με περνούν» και «Ο Γεντί κουλές στενάζει»
– Διπλά ρημαγμένε λαέ, απ’ τη μια της εξουσίας το καμτσίκι κι η προδοσία των δικών σου αρχηγών απ' την άλλη –
Σε είδα και σε άκουσα να συντρέχεις τους ισοβίτες
Ενώ στις πλατείες των χωριών οργανώνονταν κοντσέρτα για τεντιμπόηδες από μητροπολίτες και βλοσυρούς πατεράδες
– Κελί μου κατασκότεινο, παντοτινό μου σπίτι –
Κι ένα σωρό κοπέλες «όξω απ' την πόρτα μου» κι από κει στα νύχια της τσατσάς
Τότε που η λέξη «αυνανισμός» μας ήταν άγνωστη ενώ μας είχαν πνίξει στη μαλακία
Τα καλύτερα κορίτσια «Στης αμαρτίας το στρατί» και τ' αγόρια κατευθείαν στο διάβολο ή στα σφαγεία των μονιμάδων
Και σ' άλλους να χαρίζονται δύσμοιρα δουλικά της επαρχίας για ξεπαρθένεμα κι εργοστάσια ολόκληρα-λαχανιασμένο μεροδούλι
Να σιδερώνουν τη Σπυριδούλα οι «κυράδες»
Κι οι «κύριοι» να σπέρνουν μπάσταρδα, να αυγαταίνουν οι απαιτήσεις και οι βίλες τους
Και στα σχολεία του γένους διδάσκαλοι υστερικοί του αλυτρωτισμού
Κι αργότερα στις δημοσιές χυδαία κηρύγματα για το «τάμα του έθνους»
Κάποιος έπρεπε να σηκώσει την πέτρα αυτού του πόνου
Να μιλήσει για τα ξεπλυμένα, τα πολυφορεμένα μαύρα φακιόλια
Για την ειρηνική σφαγή των νεοπροσφύγων, για το «Ψωμί της ξενιτιάς»
Ίου εξήντα τα διωγμένα μας πουλιά που δεν ορίζανε φωλιά και ψευτοζήσαν με τα ψίχουλα της φάμπρικας – με δανεικά φτερά γυρίσαν πίσω στην πατρίδα –
Θα 'ρθει ξανά αυτός ο τόπος στα νερά του; «Ίσως αύριο»


Γιαβράκια ξένα αλαργινά,
ποιον ουρανό θα σχίσουν,
σε ποιον τον πόνο τους θα πουν,
πού τη φωλιά θα χτίσουν.

Φυσάει βοριάς σκορπίζονται,
φυσάει νοτιάς μαδιούνται,
φυσάει πουνέντες χάνονται
κι ύστερα λησμονιούνται.

Γιατί σε κλέβει η ξενιτιά
όσα κι αν σου χαρίζει,
απότομα απ' τη ρίζα σου
για πάντα σε χωρίζει.

Τα καραβάνια ατέλειωτα
με σκλάβους πουλημένους,
γυρίζουν με τα κέρδη τους
μα είναι με τους χαμένους.

«Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό,
το νερό της θολό
και το στρώμα σκληρό»

Σε είδα στις γραμμές να αντιστέκεσαι με μόνη σημαία την ολοκάθαρη καρδιά σου
Μπρος σε αγχωμένα τραίνα της ανάγκης με φορτίο σπαρταριστό
Χωριατοπούλες με σγουρές φωνές, τα πιο σπαθάτα λιοκαμένα παλικάρια, Πτολεμαΐδα, Κρύα Βρύση, Κορινός, Μουριές, Πορόια, Ροδολίβος, Ξυλαγανή, Ηρακλίτσα, Τραϊανούπολη,  «Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι», «Ψεύτρα ξενιτιά» και «Τρεις αγάπες θα θυμάμαι μες στα ξένα»
Ξεπροβοδίζουμε τ' αδέρφια, φαρμακωμένα κι αμίλητα
Κι οι Γερμανίδες ξινισμένες με τους «γύφτους» αλλά «χαρά στα σκέλια τους»
Συντελείται η δήωση της μακεδόνικης επαρχίας ολοσχερώς
Στην έξοδο μουσκεμένοι χαιρετισμοί και ρεφραίν ξεσηκωμένα από τραγούδια ασήκωτα
Μια χούφτα χώμα στο πανί, φωτογραφίες με δοντάκια στο νάιλον κι ευλογημένα φιλιά από καλομάνες λιπόσαρκες
Σταυρουδάκια μαλαματένια και γούρικα χαϊμαλιά στο μουσκεμένο κόρφο
Αναφιλητά, λογοδοσίματα, όρκοι αιώνιας αφοσίωσης,
«Έθνος» σκέτα για το δρόμο και ψωμί, ελιές, κατσικοτύρι
Και της γιαγιάς το κατοστάρικο, η τελευταία σύνταξη της, χαρτζιλίκι
Καντιφεδάκια της θύμησης, εικονίτσες κι ασπασμοί με μπογαλάκια
Κι φωνή της Γιώτας Λύδια να ξεδιπλώνει το μετάξι της στον αέρα
Για κατευόδιο, οι φίλοι, σούζα εκεί, αδάκρυτοι, αγκαλιασμένοι, τρυφεροί κι απαρηγόρητοι
Ώσπου ο «μουτζούρης»23 να σαλπάρει
Κατόπι ο ένας στη γκόμενα
Ο δεύτερος στην αρραβωνιαστικιά
Οι άλλοι στην πουτάνα, οι πιο πολλοί
Κι ύστερα, μέχρι το πρωί, μουστακάκι βαφτισμένο στο μπρούσικο, τουρσί, λακέρδα, κι ηλεκτρόφωνο, «Αντίο Αθήνα μου, Περαία μου, γεια σου, Θεσσαλονίκη μου, φεύγω μακριά σου», Τσαουσάκης και χασάπικο βαρύ, Ευτυχία, Κολοκοτρώνης, προσευχές στα μωσαϊκά με ποτηράκια του ρακιού στα δόντια, Τσιτσάνης, Μπέλλου, χοές στα μωσαϊκά, Δερβενιώτης, Βίρβος, «Είμαι μια γυναίκα αμαρτωλή» και η Πόλυ Πάνου στα αρχοντικά της μεγαλεία, «Φεγγάρι χλωμό» και Μπιθικώτσης – Αγγελόπουλος, και δος του Στελάρα, «Βροντούν οι πόρτες οι βαριές», «Αστραπές, κεραυνοί», «Την πόρτα μην μου κλείνεις», Άκης Πάνου και «Στο θολωμένο μου μυαλό» και άλλα σταυρωμένα τραγούδια, «Η στεναχώρια μου δεν είναι φωτιά, να πιω νερό να σβήσει», εξομολογήσεις από τ' άγια μύχια, στο Στέλιο το Θεό
Κι η Γκρέϋ σε σπαραγμό μισότρελο: «Μα όποιο δρόμο κι αν επήρα, μακριά απ' τα περασμένα, πάντα θα 'ρχομαι σε σένα»
Στο τέλος λιώμα τα παιδιά
Και σαράντα μέρες στόμα αφίλητο

«Συννεφιασμένη Κυριακή», θαρρείς για πάντα

Σε είδα που σου ‘πλεκε στεφάνι από βάγια ο λαός σου, γιατί τους είχες σαϊτέψει την καρδιά, γιατί σε πίστεψαν βαθιά, σαν άγιο και προστάτη τους, γιατί δεν σ' έχρισαν της εξουσίας τα μύρα
Κορίτσια ολόδροσα σου χάριζαν μπουκέτα από λεμονανθούς και γιασεμιά, παιδιά μικρά, της εκκλησιάς ξεφτέρια, διδάσκονταν την «άλλη θρησκεία» απ' τη φωνή σου
Κι άλλα τρανότερα μάθαιναν απ' τα λόγια σου το «το ήθος του ανδρός» καθώς ο δαίμονας άρχισε να τσιτσιρίζει στο βρακί τους
Σε είδα μαχητή, μπεσαλή, στιβαρό, λαβωμένο μπαμπέσικα στην απόκρυφη αχίλλειο φτέρνα σου
Πληγωμένο ήρωα που το θηρίο της καταδίωξης μόλυνε το μεθυστικό κρασί των παλιών του θριάμβων.
Εραστή κι αδερφό και γιο μονάκριβο που ένωνε τις καρδιές πολλών μανάδων σε μια
Σειρήνα αρσενική ακαταμάχητη που δεν αποπλάνησε κανένα σύντροφο απ' το μεγάλο ταξιδιάρικο καράβι
Φίλο μακρινό πιο κοντά απ’ τους κοντινούς, πιο θερμό απ' τους θερμούς, που αν ήσουν απ' την ίδια στόφα ψυχής κι από την ίδια ράτσα, σε αιχμαλώτιζε με το βαρύ του πάθος δια βίου και κρατούσε τη θερμοκρασία του αίματός σου σε άγριο πυρετό, που παρακαλούσες να μην πέσει για να μην διαλυθεί ο ιστός του θαύματος
Σε είδα να ..τραγουδάς κάθε στιγμή σαν να πλησίαζε το τέλος μας ή σαν να μην είχε τελειωμό η ζωή. Λαχτάρα για ηδονές στο κάτω χείλος κι απύθμενη μελαγχολία στο σκοτεινιασμένο βλέμμα. Εικοσιπέντε χρονών με μουστάκι ή χωρίς μουστάκι: ένας παίδαρος Ανατολίτης
Κι απ' το λαρύγγι σου αστείρευτο κελάρυσμα. Λαχτάρες και κατατρεγμοί σακατεμένων πλασμάτων, «Έχω μια κούραση βαριά στο σώμα μου και στην καρδιά»
Η φωνή σου, με όλα τακίμι. Με το μπουζούκι. Με την κιθάρα. Με το μπαγλαμά. Με το τζουραδάκι. Με το ούτι. Με το κλαρίνο. Με το ντέφι. Με το βιολί. Με το ακορντεόν. Με τον κεμεντζέ. Με τα καππαδόκικα κουτάλια

Σε άκουσα, κηπουρέ καλλικέλαδε, που το ευλογημένο τραγούδι σου, ως άλλο «άσμα εωθινόν», έδινε με την αόρατη μαγική μπαγκέτα σου το σύνθημα να ξεχυθούν στα περιβόλια του κόσμου οι συναυλίες των καναρινιών και των ρόδων
Ακούραστε τροβαδούρε της αηδιασμένης ζωής και του ακόρεστου πόνου
ΙΙολυλατρεμένε αοιδέ που προκάλεσες αγάπες παράφορες
Που τράβηξες στα σωθικά σου το άδικο και το 'κανες ποίημα λαϊκό και καρσιλαμά για τα πρώτα ζευγαρώματα
Που μετανάστευσες τον ελληνικό καημό σε σίγουρα λημέρια
Στη φωνή σου φώλιασε ο ορφανός σεβντάς, ο άστεγος σπαραγμός
Και τραγούδησες
Για το αδυσώπητο φως της εκδίκησης: «Ένα μαυρομάνικο μαχαίρι είναι η αγάπη σου»
Για τους ανέστιους και τους πλανήτες: «Το τραγούδι της φτωχολογιάς»
Για τα κουρέλια που σαπίζουν στο υπόγειο: «Απ' τα ψηλά στα χαμηλά»
Για τα σκαθιά που πιάστηκαν στην πλότσα21: «Το χαλκά της γης βαστάω»
Για το φαρμάκι της απάρνησης: «Καλύτερα μια μαχαιριά».
Για τα φιμωμένα παράπονα: «Τραγουδά, καμηλιέρη»
Για την εγκατάλειψη: «Οι βαλίτσες»
Για τα ναυάγια των ονείρων: «Κλάψε, σήμερα, καρδιά μου»
Για την παρηγοριά των ριγμένων: «Υπάρχουν και καλά παιδιά»
Για τα περιφρονημένα γεράματα: «Τα μαλλιά τα γκρίζα»
Για τα ανατολίτικα γλέντια: «Στο πιο όμορφο χαρέμι»
Για τον πληγωμένο εγωισμό: «Τραγουδά, καμηλιέρη».
Για το αδικαίωτο πάθος των ερώτων: «Κέρνα με, γλυκιά μου αγάπη, το
γλυκό σου το φαρμάκι»
Για την ασωτία: «Είμαι ένα κορμί χαμένο»
Για την ορμή που έσπρωξε στο στόμα την κραυγή του πατριώτη: «Δεν θέλω
να μου δέσετε τα μάτια»
Για τα εγκώμια των αναμνήσεων με τη συνδρομή της «Γριάς» απ' το Αϊβαλί: «Αλλοτινές μου εποχές, αλλοτινοί μου φίλοι»
Για τη νοσταλγία ενός συναπαντήματος με το πρόσωπο του πόθου κάποιο χάραμα, με την πενιά του Γιάννη Παπαϊωάννου: «Μια χαραυγή, μια χαραυγή, σ' αποθύμησα»
Για την καταδυνάστευση του έρωτα: «Μα η δική σου αγάπη του βάλτου είναι λουλούδι, που απ' το δικό μου δάκρυ τρέφεται το πικρό»
Για την εξύμνηση της απόλυτης μοναξιάς στο κυνήγι των ψαριών με ψυχοδόλωμα: «Στα βράχια της Πειραϊκής κοιμάται ο Στέλιος ο μπεκρής»
Για τον καημό του πολύμοχθου εργατικού: «Το μεροκάματο του πόνου»
Για την κοινωνική κατάκριση: «Κατηγορούμενο κορμί»
Για την απελπισία του καταδικασμένου: «Κελί μου κατασκότεινο»
Και πάλι για την αδικία: «Οι μισοί καλοί» και «Κλάψε, σήμερα, καρδιά μου»
Για την άφευκτη μοίρα των ανθρώπων: «Καταστροφές και συμφορές»
Για την σκλαβιά της ύπαρξης: «Ζηλεύω τα πουλιά, που έχουνε φτερά»
Για την εκπλήρωση του απραγματοποίητου ονείρου: «Κάνε τη νύχτα μου, αυγή»
Σε είδα στο πάλκο του λαϊκού κέντρου «Η ΜΑΝΤΟΥΜΠΑΛΑ». Στις δώδεκα ακριβώς τα μεσάνυχτα ο μάγιστρος βιολίστας Γιώργος Κόρος κούνησε δυο φορές ψηλά το δοξάρι του σα σπαθί πριν από τη μάχη και το ακούμπησε τρυφερά στις χορδές. Έκανε ένα μακρύ φιγουρατζίδικο ταξίμι γύρω στα τέσσερα λεπτά, την τέλεια ανάλυση των κλιμάκων του αγιάτρευτου πόνου, σταμάτησε απότομα και σαν ριπή θυέλλης πλημμύρισε την αίθουσα ο μπακαράς του Στέλιου «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ». Όταν, αμέσως με το τελείωμα του μπακαρά, έπεσαν όλα μαζί τα όργανα της ορχήστρας, βιολί του Κόρου, κιθάρα του Στέλιου, μπουζούκι του Παλαιολόγου, ακορντεόν του Κουλαξίζη, όλος κόσμος ο παρών είχε σαλτάρει κι είχε αναληφθεί στη χώρα των θαυμάτων
Σε είδα και σ' έζησα κάτι άγριες, κυνηγημένες νύχτες μου, νύχτες και νύχτες με «κακές παρέες» απ' τα καλύτερα παιδιά. Και δυνατά κορίτσια που παραπάτησαν. Δεν ήσουνα μ’ αυτούς που λιθοβολούν τους «παράταιρους», μ' αυτούς που γιουχαΐζουν τους ποιητές. Ήσουν μαζί μας. Κι ήσουν μαζί μου, αδερφέ, στα δύσκολα και μου ‘σφιγγες κρυφά το χέρι.
Σε είδα τον καιρό που σερνόσουν στα δικαστήρια, όταν ακούστηκαν οι φασαρίες στη γειτονιά και γράψανε στις τουρκικές εφημερίδες: «Η Ελλάδα βάζει χέρι σε πράγματα λεπτά και πολύτιμα. Η Ελλάδα τα βάζει με την ιστορία της». Λίγα χρόνια πιο μπροστά, τα ίδια δικαστήρια με τις διοπτροφόρες μουτσούνες, με τις αμαρτίες τους στο απυρόβλητο, ζύγιζαν την ατίμητη τιμή του μοιραίου Άκη Πάνου
Σε είδα που δεν προσκύνησες τους πλουτοκράτες και γενικώς τα φραγκοδίφραγκα.
Δεν ήσουνα «χρημάτων εραστής» σαν τον Ισκαριώτη. Τα λεφτά δεν είναι και τίποτα. Γιατί με τα λεφτά δεν αγοράζεις τίποτα απ' όσα δεν αγοράζονται με λεφτά. Γι' αυτό ένας χωριανός μου καπετάνιος παραδόπιστός, όταν αντίκρισε κατάματα το αλύπητο δρεπάνι του Μεγάλου Θεριστή, τα ξέσκιζε τα χιλιάρικα σε κομματάκια, ώσπου να πάρουν το σχήμα των κόκκων της άμμου. Γι' αυτό εσύ γύρισες την πλάτη στα πολλά εκατομμύρια. Γιατί ήξερες πως για την ψυχή, ίσα ίσα μιαν ελαφριά δραχμούλα έχει χρεία ο Περατάρης, «μία μνα», για το πέρασμα απ' την εδώ περιουσία στην Αχερουσία. Και δεν χώνευες τους πλούσιους. Γιατί γνώριζες το νόημα του ψαλμού: «Εν τω υπερηφανεύεσθαι τον ασεβή εμπυρίζεται ο πτωχός»
Δεν ήσουνα «ψυχή ακόρεστος» σαν το Νέρωνα. Ήσουν άνθρωπος λιτός. Και μόνος. Μα ο διάβολος κι η μοναξιά έχουν πολλά ποδάρια. Κι ο τρυφερός καρπός της μοναξιάς είν’ το τραγούδι. Κι είν’ η πενιά μια γρατζουνιά πάνω στα τέλια της ψυχής. Και σ' ένα τυφλοσόκακο μπορεί ν' ανθίσει σπάταλα η μέθη της μανόλιας. Ήξερες. Και την τραγούδησες. Τέλεια την απέδωσες τη «Μανόλια» στη γλώσσα μας. Όπως και την «Ανεμώνα», που ξέρει να φυτρώνει πάνω στο χειμώνα της καρδιάς. Ήσουνα, Στέλιο, ένα «Αγριολούλουδο» που αντέχει σ' όλους τους καιρούς. Κι αν χιονίζει και αν βρέχει.

Αλλά γυαλάδα θέλει ο κόσμος και λούστρο ο λαός. Τσόλια αδηφάγα θα μας δυναστεύουν και τη βιτρίνα της ζωής μας θα κοσμούν αχαλίνωτες τσούλες. Τα 'ξερες αυτά, τα είχες μαντέψει από νωρίς. Γι' αυτό τους έδωσες μια μούτζα και τράβηξες γιαλό. Τα ‘λεγες όπως τα ‘ξερες. Δεν μασούσες. Ήσουν, όπως θα 'λεγαν σήμερα κάποιο νέοι, «αμάσητος». Δεν είχες καθίσει σε μεγάλα θρανία, αλλά με τον απλό και σεμνό τρόπο σου δίδασκες το ήθος και τη λεβεντιά κι έτσι στεκόσουν δίπλα σε σοφά στόματα, σαν του Τσαρούχη και του Χατζιδάκι – ισόθρονος – που, όσο να πεις, η κουβέντα τους έστρωνε λίγο τις στραβοτιμονιές της κοινωνίας μας. Ήθελαν να σε οδηγήσουν στο Πραιτώριον. Ήθελαν να σε αποβάλουν από το «υγιές» κοινωνικό σύνολο ως «αποσυνάγωγο». Κι απαντούσες: «Είμαι κι εγώ αμαρτωλός κι αμαρτωλούς δεν κρίνω». Κι άλλες φορές παραπονιόσουν: «Η κοινωνία με κατακρίνει, μ' έχει αδικήσει αληθινά». Όλο μου 'ρχεται να κλάψω, όταν σε φέρνω στο νου μου. Να, τώρα δα σου σκάρωσα ένα τραγούδι για το θάνατο

Σκοτάδια μιας παλιάς ζωής
χιλιολησμονημένης,
με τυραννία και καημό,
με πάθη παιδεμένης.

Με τριγυρίζει ο θάνατος,
το γκρίζο άρωμά του,
ποτίζει την ανάσα μου
η φθονερή χαρά του.

Σκοτάδια μιας παλιάς ζωής,
πικροφαρμακωμένης,
σε ξόβεργα κι ανήφορο
αγκαθοματωμένης.

Με τριγυρίζει ο θάνατος,
με σαϊτιές φαρμάκι,
μες στην ψυχή μου βύθισε
το αλύγιστο καμάκι.

Σου τα 'πα χύμα τώρα που κατοικείς στη χώρα των παντοτινών μεταναστών, σε παροικίες ουράνιες. Κολλάω στα παλιά κι εγώ, φίλε. Σαν εσένα. Σε κείνα που έθρεψαν την ψυχή μας. Και τη λύπη μας. Και σ' ευχαριστώ έτσι που την υπηρέτησες. Γιατί η λύπη λιώνει τους πάγους της ψυχής. Γιατί, όπως λέει κι ο ποιητής «η λύπη ομορφαίνει, επειδή της μοιάζουμε»25. Κολλάω στα παλιά, τα δικά μας. Και δεν θέλω να μου αλλάξουν τίποτα. Να μην χάσει το τσίπουρο τη γεύση του ούτε το φιλί τη νοστιμιά του. Δεν θέλω να μου κάνουν κουμάντο νεοπουριτανοί της άκαυλης ευρωφαγούρας, γραβατωμένοι φλώροι στη θέση των παλιών στρατόκαυλων και των παλιών προσφυγομάχων. Θέλω να μας αφήσουν ήσυχους, να ζήσουμε, όπως ξέρουμε. Με τα καλά μας και τα στραβά μας. Με την ευχή και την αγάπη σου.
Φέτος, τη Μεγαλοβδομάδα, «Την Παρασκευή το βράδυ, Παναΐτσα μου», θα σ' έχω στο πλάι μου. Θα 'μαστε στην Πόλη, στον Κεράτιο, θα προσκυνήσουμε τον Επιτάφιο στην Παναγιά του Μουχλιού, θα τρέξουμε να προλάβουμε την περιφορά και σ' άλλες ρωμαίικες εκκλησιές, απέναντι στα βοσπορινά χωριά της Ασίας. Ύστερα θα κάνουμε Ανάσταση και γλέντι σ' ένα χωριό ελληνικό. Πιάσε το καλό κρασί να μεταλάβουμε. Και «πιάσε τα βαριά τσιγάρα μου, μάνα μου». Μετά θα κατεβούμε στ' ακρογιάλια. Βίρα τις άγκυρες κι άσε ν' ανοιχτούμε στη νοτιά να μας μουσκέψει. Μάινα μεσοπέλαγα, να βρούμε τα νερά, πάμε για ψάρια μάγκικα, για λίγδες και τσαούσια. Πιάσε μακάμι στριφογυριστό, τραγούδι ανατολίτικο ως τα σύννεφα, να αναλυθεί ο λυγμός. Έχει η ψυχή ντουζένια.
ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ
Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 2005

Υ.Γ. Λίγο πριν εκδοθεί το Αφιέρωμα, πέθανε ο Γιάννης Μπουκετσίδης, Περίμενα ένα άρθρο που ετοίμαζε για τον Καζαντζίδη αλλά δεν πρόλαβε. Η μνεία του ονόματος του είναι η ελάχιστη αναφορά προς τιμήν του άσπιλου κοινωνικού αγωνιστή.

1.                   «Χουσάρα»* ανατολίτικο τραγούδι, παλιό σουξέ του Καζαντζίδη.
2.                   Στέλιος Κεφάλας (1929-2005) από τους σημαντικότερους αυθεντικούς λαϊκούς ερμηνευτές στα κέντρα της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του '60 και του '70, με εξαιρετική επιτυχία στην ερμηνεία των «βαριών» τραγουδιών του Καζαντζίδη.
3.                   μέλπω: τραγουδώ, υμνώ, δοξάζω.
4.                   ολολυγή: ύμνος στον Απόλλωνα.
5.                   χανεντέ (τουρκ.): αοιδός, τραγουδιστής.
6.                   (τουρκ.) Deniz kizi Eftalya.
7.                   Ρωμανός ο Μελωδός: μέγιστος βυζαντινός υμνογράφος, επονομαζόμενος και «ο Πίνδαρος της Εκκλησίας».
8.                   Κουκουζέλης Ιωάννης: βυζαντινός υμνογράφος, επονομαζόμενος και «Μαΐστωρ».
9.                   ήθος συσταλτικόν: όρος της εκκλησιαστικής υμνογραφίας που αναφέρεται σε ήχους, οι οποίοι εκφράζουν συναισθήματα πένθους, μετανοίας, ταπείνωσης, οίκτου.
10.               κατά τον Όμηρο.
11.               ταχυδρόμοι, καρακαπλάνια, καραμπάσια, ντουνέκια, μισίρια, παγωνάτα, λοκατζήδες, βούτες, ανεβατόρια: ποικιλίες περιστεριού.
12.               μπαίρα (τουρκ.): βουνοπλαγιά.
13.               μπαϊράκι (τουρκ.): σημαία.
14.               μαμούνι, τσουτσούνι, Φαραώ, ακροβάτης: ονομασίες δολωμάτων.
15.               σίσα: αιγυπτιακός ναργιλές.
16.               μεϊχανέ (τουρκ.): ταβέρνα.
17.               γκαζέλι (τουρκ.): λαϊκό τραγούδι, αμανές.
18.               κασαμπάς (τουρκ.): κωμόπολη.
19.               Αλεβήδες (τουρκ.): μουσουλμανική αίρεση στην Τουρκία, οπαδοί του γαμπρού του προφήτη Μωάμεθ, Αλή (Σιΐτες).
20.               μπαμπάς (τουρκ.): τίτλος αρχηγού δερβίσικου τάγματος.
21.               μιλέτι (τουρκ.): έθνος, γένος.
22.               χασλαμάς (τουρκ.): ζεμάτισμα, βράσιμο (καπνών).
23.               «μουτζούρης»: το τραίνο.
24.               πλότσα: ξόβέργα.
25.               Οδυσσέας Ελύτης.
Από το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη:
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ - Αφιέρωμα
Εκδόσεις: ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου