“Φτάνουν Χριστούγεννα λοιπόν! Παραμονή κι εμείς σαν όλους ετοιμάσαμε γιορτή. / Μα δεν είν’ άνετα σαν φάτνη εδώ μέσα: Μπαίνει το κρύο από παντού, δεν έχει μπέσα. / Χριστούλη, κόπιασε, γεννήσου αν θες, μα κοίτα: Σου στρώσαμε, δεν έχει τζάκι όμως και πίττα. / Τρέμουμε κι όλοι αγκαλιαζόμαστε σφιχτά σαν τους πρωτόγονους σε σκοτεινή σπηλιά. / Το χιόνι πέφτει στο κορμί μας, το παγώνει· το χιόνι εισβάλει στην καλύβα και σαρώνει. / Κόπιασε, χιόνι, μπες, θα βρεις φίλους εδώ: Κι εμάς μας έδιωξαν από τον ουρανό. / Κρασί ζεσταίνουμε, παλιό και δυνατό· κάνει καλό με τέτοιον άγριο καιρό. / Ζεστό κρασί, ξύλα στην πόρτα καρφωμένα. Έξω, ουρλιάζουνε αγρίμια θυμωμένα. / Κοπιάστε, αγρίμια, να κρυφτείτε απ’ το χιονιά: Ούτε τ’ αγρίμια έχουνε ζεστή φωλιά. Θα ρίξουμε τα πανωφόρια στη φωτιά, να γίνει η φλόγα της για λίγο πυρκαγιά, να ζεσταθούμε ενώ θα καίγεται η στέγη, να ζούμε όταν το σκοτάδι πια θα φεύγει. / Κόπιασε, άνεμε–εκεί έξω πως αντέχεις; Κι εσύ κουράστηκες, κι εσύ σπίτι δεν έχεις.”
Μπέρλοντ ΜΠΡΕΧΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου