(Δυο μικρές, σημερινά παλιές, ιστορίες)
Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης
«Μα, που πας με τέτοιον καιρό, τρελάθηκες»;
Ήταν πρωί Κυριακής, γύρω στις έντεκα. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, πριν πολλά, πολλά χρόνια… Όταν «χτύπησε» η πίσω πόρτα του ισόγειου, με αυλή τότε, σπιτιού μου. Βροχή… Αέρας… Σκοτεινιά… Χαμός… Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Ήταν ο αδερφός μου, από τον Άγιο Φανούριο. Ο Ζαχαριάς. Ο πατέρας του καλού μου ανιψιού, του Βαγγέλη. Που «πήγε» νωρίς για να τον «βρει». Κρατούσε, ο Ζαχαριάς, μια μεγάλη, με χερούλι ηλικιωμένου μπαστουνιού, μαύρη ομπρέλα (όλες οι ομπρέλες τότε μαύρες ήτανε) που κόντευε να σπάσει. Από το πολύ νερό και τον αέρα.
Δεν μου απάντησε… Άφησε δυο κλαριά κουμαριάς που έφερνε για το «δέντρο» των παιδιών μου (κούμαρα και σμύρτα για μένα), έκανε μεταβολή, κατέβηκε γρήγορα τα δυο – τρία σκαλιά και χάθηκε …στη βροχή. «Πειραγμένος» πήγε στης αδελφής μου, της Νίνας. Στην Τσούμπα. Που του άνοιξε, χωρίς να ρωτήσει για τον καιρό. «Καλώς ‘τονα… Κάτσε να πιεις ένα κονιακάκι». Του άρεσε του αδερφού μου το κονιακάκι. Ήπιε και δεύτερο. «Άκου, ρε Νίνα, να με ρωτήσει που πάω; Στου αδερφού μου ρε, στου αδερφού μου. Βάλε άλλο ένα ρε Νίνα».
Στην Τσούμπα ο καιρός ξάνοιγε… Ο Ζαχαριάς και η Νίνα, τ’ αδέρφια μου, δεν είχαν τελειώσει το Δημοτικό. Εγώ το Πανεπιστήμιο και πολλά, ακόμα, περί διαγραμμάτου… Τώρα… τι να μου πεις… Τώρα, εσύ, τι δεν καταλαβαίνεις… Ακόμα κι απ’ αυτά που θα ακολουθήσουν…
Θα ‘τανε, θυμάται καλά, λίγο μετά τα χίλια εννιακόσια πενήντα. Πολλά τα χρόνια πίσω και δύσκολα. Παιδί, κοντά στα δεκατέσσερα, …μικρό παιδί. Χριστούγεννα, πάλι. «Χριστούγεννα» ήταν και το θέμα της έκθεσης (Πρώτη Γυμνασίου) που έδωσε για τις διακοπές ο σεβάσμιος καθηγητής. Όπως, «καλή ώρα», τώρα.
Για το καλοταϊσμένο στερνοπούλι του αφέντη – τσιφλικά έγραψε ο δεκατεσσάρης. Ιστορία σκληρή, ζόρικη, θυμωμένη. Που πήρε, λέει, σβάρνα τις καλύβες των κολίγων στο χωριό. Για να τα «πει». Τα κάλαντα. Και να μαζέψει τα δοσίματα, λέει. Όχι ευχές… Παιδί του πατέρα του ήτανε… Και για τη «στριμμένη» βάβω, έγραφε. Που δεν είχε… Χωμάτινο το πάτωμα… Απόγνωση ή τρύπια στέγη.
Και το ‘διωξε. Η «στριμμένη» βάβω. Το καλοταϊσμένο στερνοπούλι του αφέντη. Με θυμό χαροκαμένης δαμάλας. Κι ήτανε που για πρώτη φορά μπόρεσε να ξορκίσει, χωρίς φόβο, τους φόβους της και να βγει (ο καιρός με τις παραπούλες…, που λέμε) στο ξέφωτο.
Έκθεση, λέει, ήτανε. Έκθεση, λέει, δεν ήτανε. Αλήθεια, λέει, ήτανε.
«Να τα φυλάξεις» θυμάται, να του λέει ο σεβάσμιος καθηγητής, «αυτά που ‘χεις γραμμένα». Και τα φύλαξε… Ίδια τα πράματα, όμως και σήμερα.
Άμποτες, οι κρίσεις, άμποτες οι ευαισθησίες και οι αποφάσεις για τα δύσκολα, όπως «καλή ώρα» τώρα και τα ανθρώπινα, να παίρνονταν από τον «Ζαχαριά». Να παίρνονταν από τη «Νίνα». Να παίρνονταν από τη «στριμμένη βάβω».
Καλά, Πρωτοχριστιανικά Χριστούγεννα. Για πιστεύοντες και νεοπροσήλυτους… η ιεροτελεστία. Για γνωρίζοντες και προμηθείς… η αγία καθημερινότητα. Με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται και να …αντιλαμβάνεται ο καθείς.
Γιατί το ξέφωτο υπάρχει… Για τα Χερουβείμ, για τα Σεραφείμ. Και ελπίδα για το παιδί. Και τη σκουρόχρωμη, άστεγη, μάνα. Και τον εξαθλιωμένο, τον σιωπηλά αξιοπρεπή, άστεγο στο δικό του σπίτι… Χαρταετός το καταχείμωνο η στέγη του…
«Ουκ εν τω πολλώ το ευ»… Η σαφής, καθαρή και χωρίς νεφελώδεις αστερίσκους, επιλογή. Διαβάστε το. Από την Ανατολή… Κι απ’ την άλλη Ανατολή, πάλι… Για να μην κλάψετε πάλι γοερά, ως μωραί παρθέναι.
Κι αποφασίστε. Με την άφοβη τόλμη ενός κολιμπρί. Και με σταθερότητα. Για να λείψει, επιτέλους, πραγματικά και όχι πυροτεχνηματικά η, κάθε φορά ανέξοδη, επιλογή των βολευτικών σημαιών ευκαιρίας.
Και, τέλος, μην το αμελήσετε. Για τον δρόμο, πάρτε πολύ θυμό μαζί σας. Και τιμωρητικά, ελπιδοφόρα κρίση. Γιατί το χειμερινό ηλιοστάσιο, άνοιξη της άνοιξης, είναι χιλιάδες χρόνια εδώ. Και η καλή σπορά.
Γι’ αυτό πρώτα το τσαπί σπορέα. Οι βραγιές, στα χωράφια, γυναίκα ανάσκελα. Εκλογές έρχονται… Μην περιμένεις τα γεγονότα να σε βάλουν, πάλι, από κάτω… Μύθος πως το σύστημα είναι ανίκητο.
Καλά Χριστούγεννα. Αποφασιστικά, με αιρετικό λογισμό και …ψυχή βαθιά.
Και Χρονιά. Καλή Χρονιά… Μην ξεχνιόμαστε… Όσο, τέλος πάντων, γίνεται… Αφού βάλουμε, εννοείται αυτονοήτως, και ‘μεις το χεράκι μας.
Έρρωσθε…
Ήταν πρωί Κυριακής, γύρω στις έντεκα. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, πριν πολλά, πολλά χρόνια… Όταν «χτύπησε» η πίσω πόρτα του ισόγειου, με αυλή τότε, σπιτιού μου. Βροχή… Αέρας… Σκοτεινιά… Χαμός… Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Ήταν ο αδερφός μου, από τον Άγιο Φανούριο. Ο Ζαχαριάς. Ο πατέρας του καλού μου ανιψιού, του Βαγγέλη. Που «πήγε» νωρίς για να τον «βρει». Κρατούσε, ο Ζαχαριάς, μια μεγάλη, με χερούλι ηλικιωμένου μπαστουνιού, μαύρη ομπρέλα (όλες οι ομπρέλες τότε μαύρες ήτανε) που κόντευε να σπάσει. Από το πολύ νερό και τον αέρα.
Δεν μου απάντησε… Άφησε δυο κλαριά κουμαριάς που έφερνε για το «δέντρο» των παιδιών μου (κούμαρα και σμύρτα για μένα), έκανε μεταβολή, κατέβηκε γρήγορα τα δυο – τρία σκαλιά και χάθηκε …στη βροχή. «Πειραγμένος» πήγε στης αδελφής μου, της Νίνας. Στην Τσούμπα. Που του άνοιξε, χωρίς να ρωτήσει για τον καιρό. «Καλώς ‘τονα… Κάτσε να πιεις ένα κονιακάκι». Του άρεσε του αδερφού μου το κονιακάκι. Ήπιε και δεύτερο. «Άκου, ρε Νίνα, να με ρωτήσει που πάω; Στου αδερφού μου ρε, στου αδερφού μου. Βάλε άλλο ένα ρε Νίνα».
Στην Τσούμπα ο καιρός ξάνοιγε… Ο Ζαχαριάς και η Νίνα, τ’ αδέρφια μου, δεν είχαν τελειώσει το Δημοτικό. Εγώ το Πανεπιστήμιο και πολλά, ακόμα, περί διαγραμμάτου… Τώρα… τι να μου πεις… Τώρα, εσύ, τι δεν καταλαβαίνεις… Ακόμα κι απ’ αυτά που θα ακολουθήσουν…
Θα ‘τανε, θυμάται καλά, λίγο μετά τα χίλια εννιακόσια πενήντα. Πολλά τα χρόνια πίσω και δύσκολα. Παιδί, κοντά στα δεκατέσσερα, …μικρό παιδί. Χριστούγεννα, πάλι. «Χριστούγεννα» ήταν και το θέμα της έκθεσης (Πρώτη Γυμνασίου) που έδωσε για τις διακοπές ο σεβάσμιος καθηγητής. Όπως, «καλή ώρα», τώρα.
Για το καλοταϊσμένο στερνοπούλι του αφέντη – τσιφλικά έγραψε ο δεκατεσσάρης. Ιστορία σκληρή, ζόρικη, θυμωμένη. Που πήρε, λέει, σβάρνα τις καλύβες των κολίγων στο χωριό. Για να τα «πει». Τα κάλαντα. Και να μαζέψει τα δοσίματα, λέει. Όχι ευχές… Παιδί του πατέρα του ήτανε… Και για τη «στριμμένη» βάβω, έγραφε. Που δεν είχε… Χωμάτινο το πάτωμα… Απόγνωση ή τρύπια στέγη.
Και το ‘διωξε. Η «στριμμένη» βάβω. Το καλοταϊσμένο στερνοπούλι του αφέντη. Με θυμό χαροκαμένης δαμάλας. Κι ήτανε που για πρώτη φορά μπόρεσε να ξορκίσει, χωρίς φόβο, τους φόβους της και να βγει (ο καιρός με τις παραπούλες…, που λέμε) στο ξέφωτο.
Έκθεση, λέει, ήτανε. Έκθεση, λέει, δεν ήτανε. Αλήθεια, λέει, ήτανε.
«Να τα φυλάξεις» θυμάται, να του λέει ο σεβάσμιος καθηγητής, «αυτά που ‘χεις γραμμένα». Και τα φύλαξε… Ίδια τα πράματα, όμως και σήμερα.
Άμποτες, οι κρίσεις, άμποτες οι ευαισθησίες και οι αποφάσεις για τα δύσκολα, όπως «καλή ώρα» τώρα και τα ανθρώπινα, να παίρνονταν από τον «Ζαχαριά». Να παίρνονταν από τη «Νίνα». Να παίρνονταν από τη «στριμμένη βάβω».
Καλά, Πρωτοχριστιανικά Χριστούγεννα. Για πιστεύοντες και νεοπροσήλυτους… η ιεροτελεστία. Για γνωρίζοντες και προμηθείς… η αγία καθημερινότητα. Με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται και να …αντιλαμβάνεται ο καθείς.
Γιατί το ξέφωτο υπάρχει… Για τα Χερουβείμ, για τα Σεραφείμ. Και ελπίδα για το παιδί. Και τη σκουρόχρωμη, άστεγη, μάνα. Και τον εξαθλιωμένο, τον σιωπηλά αξιοπρεπή, άστεγο στο δικό του σπίτι… Χαρταετός το καταχείμωνο η στέγη του…
«Ουκ εν τω πολλώ το ευ»… Η σαφής, καθαρή και χωρίς νεφελώδεις αστερίσκους, επιλογή. Διαβάστε το. Από την Ανατολή… Κι απ’ την άλλη Ανατολή, πάλι… Για να μην κλάψετε πάλι γοερά, ως μωραί παρθέναι.
Κι αποφασίστε. Με την άφοβη τόλμη ενός κολιμπρί. Και με σταθερότητα. Για να λείψει, επιτέλους, πραγματικά και όχι πυροτεχνηματικά η, κάθε φορά ανέξοδη, επιλογή των βολευτικών σημαιών ευκαιρίας.
Και, τέλος, μην το αμελήσετε. Για τον δρόμο, πάρτε πολύ θυμό μαζί σας. Και τιμωρητικά, ελπιδοφόρα κρίση. Γιατί το χειμερινό ηλιοστάσιο, άνοιξη της άνοιξης, είναι χιλιάδες χρόνια εδώ. Και η καλή σπορά.
Γι’ αυτό πρώτα το τσαπί σπορέα. Οι βραγιές, στα χωράφια, γυναίκα ανάσκελα. Εκλογές έρχονται… Μην περιμένεις τα γεγονότα να σε βάλουν, πάλι, από κάτω… Μύθος πως το σύστημα είναι ανίκητο.
Καλά Χριστούγεννα. Αποφασιστικά, με αιρετικό λογισμό και …ψυχή βαθιά.
Και Χρονιά. Καλή Χρονιά… Μην ξεχνιόμαστε… Όσο, τέλος πάντων, γίνεται… Αφού βάλουμε, εννοείται αυτονοήτως, και ‘μεις το χεράκι μας.
Έρρωσθε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου