ή αλλέως πώς «κάνε κουράγιο Ελλάδα μου»…
Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης
Φλόμος (Ασφάκα, Καλογρίτσα) |
Τέλη Σεπτέμβρη. Φθινόπωρο. «Οι πρώτες σταγόνες της βροχής» πέσανε και κατά τον μύθο και τον ποιητή (Οδ. Ελύτης – Ελένη) «σκοτώσανε το καλοκαίρι». Όχι, όμως και τη ζωή. Η, χωρίς ιερό και όσιο μετωπική και ανάλγητη επίθεση των θεσμικών διαχειριστών της αποικίας (ντόπιων και ξένων), ακόμα και σε παραδοσιακά ήμερους και πειθαρχημένους εργασιακούς τομείς, δημιούργησε έντονα αντανακλαστικά αντίστασης. Ετερόκλητες ομάδες εργαζομένων με φανερά τα στοιχεία της διαφορετικότητας στις σπουδές, στην παιδεία, στην κουλτούρα, στις οικονομικές απολαβές ή στην θέση τους στον κρατικό μηχανισμό και στην κοινωνία «βαρύ το χάλκεον χέρι του φόβου αισθάνονται», πια (Ανδρέας Κάλβος).
Πρωί… και τηλεοπτική ενημέρωση. Κακή συνήθεια, αλλά συνήθεια. Η συνεντευξιαζόμενη κυρία με ύφος θεατράλε και ολίγων… καρδιναλίων, αναπτύσσει τις θέσεις της για την ελαχιστοποίηση της περικοπής μισθών και συντάξεων της (προνομιούχας, ομολογουμένως) ομάδας συμφερόντων που εκπροσωπεί. Εντυπωσιάστηκα. Όχι από αυτά που έλεγε, αλλά πρώτα, από την εικόνα, που όπως σοφά λένε οι κινέζοι μετράει για χίλιες λέξεις. Η γλώσσα του σώματος κυρίαρχος του τηλεοπτικού παιχνιδιού. Η «σημειολογία» της εικόνας στα γιορτινά της κι ο Ουμπέρτο… υπό γωνία να χαμογελά σαρδόνια.
Η κυρία με το μεταμοντέρνο ντε-πιες μιλούσε ως Πρόεδρος μιας Ένωσης Ξεχωριστών (;) Κρατικών Υπαλλήλων και με γλώσσα σαφή, στιβαρή και στακάτη (όπως «αρμόζει»δηλαδή στον δυνατό που γνωρίζει τη δύναμή του) υποστήριζε αυτονοήτως, τα «αυτονόητα δίκια» της ομάδας της.
«Έκανε κρύο κι εμείς παγώναμε
Έκανε κρύο κι εμείς φορτώναμε,
Ήμουν εγώ κι ο Κωνσταντής, ο Πάμπλο και ο Ρόκκο,
Έκανε κρύο…»
(από τους «μετανάστες» των Γιάννη Μαρκόπουλου – Γιώργου Σκούρτη)
Κι ούτε ένα χέρι (από τα πολλά και τα αβρά) να απλώνεται, κι ούτε ένας λόγος παρηγορητικός, συμπονετικός, αγωνιστικός, συντροφικός, ανθρώπινος, δίκαιος, χριστιανικός βρε αδελφέ, να λέγεται προς τους άλλους, τους πολλούς που ανήμποροι αδυνατούν, από μόνοι τους, ν’ αντισταθούνε και να αγωνιστούνε για την αποτροπή της λεηλασίας της ψυχής και της ζωής τους.
Δυστυχώς, δυο οι Ελλάδες. Κι η πιο μεγάλη δύσμοιρη και ακρωτηριασμένη. Είναι, αυτό που όλοι μας ξέρουμε. Η άλλη πλευρά του φεγγαριού, η πάντα σκοτεινή και η πάντα «ανεπαισθήτως» κλεισμένη απ’ έξω. Είναι οι πολλοί, είναι οι ανυποψίαστοι, είναι οι ευκολόπιστοι και ανυπεράσπιστοι που πορεύονται, στους αιώνες, μόνοι τον γολγοθά τους στον Άλφα του Κενταύρου.
Κι οι λίγοι, οι δυνατοί και «μίζεροι», να μην ανάβουν ένα φως… Αντίθετα, σταυροπροσκυνούντες, να συνεχίζουν τον «κατά μόνας» αγώνα τους.
Συνταξιούχοι ante portas φαρμακείων και νεκροταφείων, κακοπληρωμένοι και ανασφαλείς μιξο-εργαζόμενοι, κωπηλάτες στις γαλέρες της βυθισμένης πατρίδας τους (ποιοί; - πόσοι; - πού; - ) και άνεργοι. Πολλοί άνεργοι, (α. «χειρότερο κι απ’ την εκμετάλλευση είναι να μην θέλουν να σ’ εκμεταλλευθούν. Αυτός είναι ο άνεργος». β. «Μην του μιλάτε. Έχει τα χέρια του σφιγμένα μέσα στις άδειες τσέπες του, σα χειροβομβίδες. Είναι άνεργος») συνθέτουν το παζλ της πιο άθλιας σύγχρονης απελπισίας.
Και να ξέρεις, πως η εξαθλίωση, από μόνη της, δεν ριζοσπαστικοποιεί συνειδήσεις. Και η απογοήτευση να χτυπάει έντονα κόκκινο καθώς διαπιστώνεται πως οι δυνάμεις που ευαγγελίζονται την αληθινά ανθρώπινη κοινωνία δεν έχουν βρει, ακόμα, τα πατήματά τους, ούτε την πειστική, ρεαλιστική απάντηση σε καθημερινά προβλήματα. Το στοίχημα δεν κερδήθηκε… και η υπομονή κι οι απαντοχές να βυθίζονται σαν μολύβι στον πάτο του πηγαδιού.
«Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
- Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει…»
(Νίκος Γκάτσος – Αμοργός)
Πως, λοιπόν, με ποιον και σε ποιον βαθμό να περιμένεις μια στέρεη και όχι ευκαιριακή συμπόρευση, όταν το απόλυτο (θυμηθείτε τον λόγο και την «εικόνα» της κυρίας με το ντε-πιες) σχεδόν αποκλείει την κοινότητα, την συντροφικότητα και την χρησιμότητα της πειθούς. Γι’ αυτό «Μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς» (Κ. Καβάφης – Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον) και μην παρασυρθείς ακόμα και τώρα που οι πέτρες συνθλίβονται και οι πρωτάρηδες νέο-απελεύθεροι «κορυβαντιούν».
Ο Σίσυφος, ο μικρός αδελφός, δοκιμάζεται πάλι και εσύ, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος, (φαίνεται αυτό), περιμένεις εναγωνίως, μέσα στην «τύρβη» και την προσμονή, ένα ιλαρόν αύριο που δεν έρχεται.
Όμως, τώρα άντεξε…
Αυτό σου ζητιέται... Γιατί κι ο Σείριος, όπως έμαθα τελευταία, έμεινε χωρίς παιδιά...
Απόγνωση, λες – Εξαθλίωση – Μη επιβίωση – Θάνατος.
«Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται
Στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια…»
*
Καρυωτάκης *, Μαγιακόφσκι, Οδ. Γιαννόπουλος, Αρθούρος Ρεμπώ.
Θάνατος για τους πολλούς. Αργός… Βασανιστικός.
Και μέσα στην «στίλβη» της ανούσιας καθημερινότητας κανείς να μην καταλαβαίνει πως: αν κερδίσει μόνο αυτός, μόνο εσύ ή μόνο εγώ, τότε σίγουρα θα χάσουμε όλοι.
Και οι καμπάνες… θα σκουριάζουν καρτερώντας...
Γιατί ποτέ κανένας δεν σώθηκε μόνος του.
Ούτε ο Αλλάχ… ούτε κι ο Χριστός. Για τον Βούδα, δεν ξέρω...
Αλλά εσύ, όπως το είπαμε. Μη φυγομαχείς, «μη ξιππαστείς, από την λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων» (Άρης Αλεξάνδρου) και πάνω απ’ όλα, μην τα παρατάς. Η «ζωή» σε πείσμα της αντίδρασης και των προθύμων, των πεισιθάνατων και των εθελοτυφλούντων θα βρει το «ξέφωτο», όπως ακριβώς βρίσκουν τα ψαρόνια το δρόμο τους για το νοτιά.
«Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μια στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
Ν’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος».
(Από την «Αμοργό» του Νίκου Γκάτσου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου