Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Οι τρεις μοιραίοι θάνατοι, του μαύρου κερομύτη κότσυφα

Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για θανάτους. Πολύ περισσότερο για φυσικούς, βίαιους και …παραδοσιακούς. Ούτε ασφαλώς για θανάτους, «θανάτους» του συμπαθέστερου εκπροσώπου του πτητικού – ωδικού βασιλείου στο αστικό μας περιβάλλον. Του μαύρου, δηλαδή, - μα μαύρος θα είναι -, κερομύτη – μα κερομύτης θα είναι – κότσυφα – μα …κότσυφας είναι.
Τότε γιά τί πρόκειται και προς τι στο καλό, ο τέτοιος μακάβριος τίτλος …εισόδου;
«Ου παντός πλείν ες Κόρινθον». Δεν είναι εύκολος ο δρόμος για την Κόρινθο και πολύ περισσότερο «αναγνώσιμος». Θέλει ψυχραιμία, θέλει αρετήν, θέλει ανάποδη σκέψη και ματιά για να δεις, να δούμε, δηλαδή, και να καταλάβεις, εσύ ο κλειστοφοβικός ανοιχτομάτης, αυτό που εύκολα βλέπει η απλοϊκή τσεμπεροφορούσα «μούσα καρβουναρού». Να δεις, δηλαδή, πώς και γιατί οι λόγγοι και τα ρουμάνια γίνονται κάρβουνα και πώς ο κερομύτης κότσυφας (άπελπις; ευκαιρίας δοθείσης; ας πάει και το παλιάμπελο…;) παίρνει στα φτερά του στρογγυλεμμένους τους ορίζοντες. Και εγκαταλείπει, χωρίς δεύτερη σκέψη, καρβουνιασμένα δάση και πλαγιές – αυτά όλα τα πάνω από Μενίδι και Πάρνηθα μεριά – και αριβάρει προς το ελαχίστως πρασινίζον κλεινόν άστυ. Για να ‘χει, λέει «σπιτάκι καθαρό/ σιδερωμένο ρούχο» (έρμε, κλαράκι που σε …κούναγε).

Και είναι αυτός ο ίδιος ο μαύρος, ο κερομύτης, ο κότσυφας – ο απόγονος του πάλαι ποτέ περήφανου άρχοντα «Σταύρου και κυρ Σταύρου και αφέντη τσουτσουλομύτη» - που ήρθε τώρα να κατοικοεδρεύσει σε μια ταπεινή φωλιά, στην ταπεινή, μικρή και κοντούλα – που πλέον δεν θάλλει – πορτοκαλέα του κήπου μου.
Κι’ αν εμείς δεν καταλαβαίνουμε τίποτα, αυτοί που ξέρουν λένε πως, αυτός ακριβώς είναι ο πρώτος, προειδοποιητικός, θάνατος του μαύρου, του κερομύτη κότσυφα. Που δεν θέλει κανείς να δει, να καταλάβει και να αποδεχθεί.
Και είναι το πιο κακό, που του κακού η σκάλα δεν έχει μόνο ένα σκαλοπάτι…
Και για να το συνδέσουμε λίγο με το όχι ιδιαίτερα μακρινό παρελθόν, πιθανολογώ, πως ο κότσυφας αυτός είναι, μάλλον, ο ίδιος ή απόγονός του για τον οποίο είχα γράψει μια ιστορία ελπίδας και προοπτικής (μάλιστα, μάλιστα… προπτικής…) σ’ ένα σημείωμά μου σε CD με τραγούδια οικολογικού περιεχομένου. Που, η MINOS-EMI σε συνεργασία με το πολύ καλό περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, κυκλοφόρησε την παγκόσμια ημέρα περιβάλλοντος (πάντα 5 του Ιούνη) πριν από δώδεκα με δεκαπέντε χρόνια.
Αυτά, λοιπόν, βλέπουμε να συμβαίνουν στην ιστορία μας, με τον μαύρο, τον κερομύτη κότσυφα. Που νόμιζε, πως αν ζούσε πια την ζωή του πιο φρόνιμα και πιο τακτικά, μακριά από «φασαριόζικους καρβουναραίους», σίγουρα τα πράγματα θα μακροημέρευαν. Γι’ αυτό και προσάρμοζε όλο και πιο στρογγυλεμμένα, την ζωή του στο νέο του περιβάλλον.
Γι’ αυτό και όταν έβλεπε τους νέους φτερωτούς του φίλους, τα περιστέρια και τις δεκοχτούρες, να λικνίζονται, άλλοτε πάνω σε κάτι μαύρα μακριά «κλαράκια» (τα γνωστά καλώδια της ΔΕΗ) κι άλλοτε πάνω σε «κλαράκια» γυαλιστερά και λεπτά (τις γνωστές μας κεραίες) δεν άργησε να αποφασίσει να τους …μοιάσει. Άφηνε πια, όλο και πιο συχνά, τα χλωρά, δροσερά φύλλα και κλαράκια της κοντούλας της πορτοκαλιάς. Και καμάρωνε, σαν γύφτικο σκεπάρνι, χωρίς ποτέ να υποψιάζεται, πως η αχλάδα πάντα πίσω έχει την ουρά…
Αυτός, λένε, ήτανε ο δεύτερος θάνατος του μαύρου, του κερομύτη κότσυφα.
Όχι, τον τρίτο θάνατο του μαυροκότσυφα δεν τον είδα. Όπως, όμως, έμαθα από καλά πληροφορημένες πηγές, ούτε άργησε – ο κατήφορος, βλέπετε, πάντα βοηθάει – ούτε ξάφνιασε κανέναν – του κακού η σκάλα είναι κοντά…
Από το ύψος των κεραιών και των ηλεκτροφόρων καλωδίων – που είχε επιλέξει τελευταία για παρατηρητήριο – Χαίρε έρμε Καίσαρα Νέρωνα – αυτός, ο απόγονος του περήφανου «Σταύρου και κυρ Σταύρου και αφέντη τσουτσουλομύτη», παρατήρησε κάτι που τούβγαλε, τελικά, το μάτι.
Στον τοίχο του απέναντι σπιτιού, καρσί και «κατηφορικά», κρεμότανε ένα μικρό, ξύλινο, με καγκελάκια φυλακής σπιτάκι – ίδιο κλουβί.
Γεμάτο, όμως, με νεράκι της ΕΥΔΑΠ και μεταλλαγμένους σπόρους. Έτσι μια μέρα, με το στομάχι στο μυαλό και «το μικρότερο κακό» στη σκέψη, είδε πόρτα ανοιχτή, έκανε το ρεσάλτο του και …μπήκε. Και τότε ανεπαισθήτως (έτσι, όπως πάντα συμβαίνει) η πόρτα έκλεισε.
Αυτός, όπως λένε, όλα τα πετεινά του ουρανού που ξέρουν, ήτανε ο πιο επώδυνος, ο πιο πολλά και μοιραίος, τρίτος και θανατερός θάνατος του μαυροκότσυφα.
Και η άκρα του τάφου, εκκωφαντική και παγερή μαζί, σιωπή που ακολουθεί – νοιώστε το – είναι για την θλίψη της πτώσης των αρχαγγέλων καίτινων πτηνών του ουρανού. Του μαυροκότσυφα, περιλαμβανομένου.
Και οι εκλογές; Τι γίνεται με τις εκλογές…; Εδώ σε θέλω κάβουρα να πορπατείς στα κάρβουνα. Κουβέντα…; Όμως, κι εγώ, τώρα, τι να πω. Εγώ δεν ξέρω να κρύψω μια πευκοβελόνα στο δάσος. Τι να πω, λοιπόν. Δεν ξέρω... Δεν έχω ορμήνιες εγώ, ούτε συνταγές έχω. Ό,τι «παίρνεις» και καταλαβαίνεις απ’ αυτά που γράφω. Να… μόνο να κρατάς το μπόι σου. Αυτό μόνο έχω να πω. Όσο μπορείς…
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
(Κ. Καβάφης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου