Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Ο Κόρδακας*, ο Ιπποκλείδης κι ένα βαρύ ζεϊμπέκικο


Επιλογή – σχολιασμός: Δημήτρης Φεργάδης
 ...«Έτσι έχασε και πλούτη και τιμές,
για ένα κέφι, μα κέρδισε όλων τις καρδιές
ο Ιπποκλείδης. Και έμεινε αθάνατος στην
ιστορία, πρώτος ρεμπέτης του ντουνιά».
 Ντίνος Χριστιανόπουλος
ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ
Εκδόσεις Διαγωνίου. Θεσ/νίκη 1986

Πολλοί, το ακούω, θα με συμβούλευαν κάτι άλλο για να γράψω, μια και η στήλη αυτή, θα μου έλεγαν επίσης, συνηθίστηκε να αναφέρεται σε θέματα ή να υπαινίσεται συμπεριφορές που βρίσκονται κοντά ή δίπλα, από την άμεση ή έμμεση πολιτική πραγματικότητα.
Είναι αλήθεια πως αυτό που εγώ θέλησα να μοιραστώ σήμερα μαζί σας φαίνεται πως είναι τουλάχιστον «κάπως» ή πολύ έξω από μια πολιτικά ορθή, επικοινωνία.
Όμως, ας το αφήσουμε, τώρα, αυτό. Μια άλλη φορά, ίσως...
Στο θέμα μας, λοιπόν. Διάβαζα πρόσφατα, για πολλοστή φορά, ένα γοητευτικό «παραμύθι». Μια ιστορία τόσο «αγαπητική», αλλά και τολμηρή στη δύναμη διαφοροποίησης στο καθημερινό και την ανιδιοτέλεια, που το συναίσθημα, η εσωτερική παρόρμηση και το θυμικό λειτούργησαν τόσο συνδυασμένα και αυθόρμητα που ο πειρασμός να την ξαναδιηγηθώ έγινε βασανιστικά μονόδρομος.
Η ιστορία, λοιπόν, που σας υποσχέθηκα να διηγηθώ γράφτηκε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο (το βαφτιστικό του Κωνσταντίνος Δημητριάδης) που ανακηρύχθηκε πρόσφατα (1η Ιούνη) επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής σχολής του Α.Π.Θ. από την οποία και αποφοίτησε.
Τυπώθηκε, μαζί με λίγες άλλες μικρές ιστορίες, το 1986, στη Διαγώνιο της Θεσσαλονίκης σε ένα βιβλιαράκι μικρό, κομψό και ολιγοσέλιδο (ουκ εν τω πολλώ το ευ) που πραγματικά πιστεύεις πως τυπώθηκε μόνο για σένα.
Η μικρή, λοιπόν, αυτή ιστορία, που για την μεταφορά της εδώ έγινε ακόμα μικρότερη, έχει περίπου, ως εξής:
Πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια και βάλλε, ένα τρανός άρχοντας, ο Κλεισθένης με τ’ όνομα, είχε μια όμορφη κόρη  κι ήταν και της παντρειάς. Κατά το συνήθειο της εποχής, έστειλε σε όλες τις πόλεις κήρυκες για να ενημερώσουν πως όποιος νιος ήθελε να γίνει γαμπρός του έπρεπε να πάει στην πόλη του και να διαγωνισθεί με τους ανθυποψήφιους σε αγωνίσματα, γνώσεις και συμπεριφορά. Πρώτος των πρώτων έφθασε στην πόλη το πρώτο αρχοντόπουλο της Αθήνας, ο Ιπποκλείδης που «έσκιζε σε ομορφιά και τσαχπινιά» και που ήταν η μεγάλη συμπάθεια του Κλεισθένη.
Μετά τις «προκαταρκτικές εξετάσεις» και καθώς πλησίαζε το τέλος των εκδηλώσεων ο Κλεισθένης οργάνωσε συμπόσια και γλέντια τέτοια που θα ‘σκαζαν από την ζήλια τους άρχοντες συβαρίτες, ακόμα και ασιάτες βασιλιάδες. Και να ‘σου το αρχοντόπουλο μας. Να ‘σου ο Ιπποκλείδης μας. Να γίνεται τύφλα στο μεθύσι και ν’ αρχίζει να χορεύει ένα χορό «απ’ αυτούς που ήξεραν μόνο οι ηνίοχοι» στα χαμαιτυπεία να χορεύουν και στα χάνια οι αμαξάδες. Μετά, χωρίς κούραση, χωρίς σταματημό, να πιάνει με τα δόντια του το τραπέζι με ό,τι είχε επάνω, κύπελλα, κοψίδια και ν’ αρχίζει να χορεύει ένα κόρδακα που ξόρκιζε σε τρίστρατο το μαύρο ζεϊμπέκικο του Γιώργου του Λοχία και της «Ευδοκίας του». Όλοι τον κοιτούσαν με θαυμασμό και καμάρι – « ποιος να φαντάζονταν τόση μαγκιά μες το παλάτι». Εκεί όλοι στέκονταν σούζα στον βασιλιά.
Ο Κλεισθένης, όμως, κόντεψε να σκάσει από το κακό του. Τον ήθελε τον Ιπποκλείδη για γαμπρό και διάδοχο. Μ’ αυτόν το βασίλειο θα πήγαινε μπροστά και θα τράνευε. Αλλά βρε αδερφέ, να ‘τανε λίγο πιο μετρημένος, κιμπάρης, πιο σοβαρός και τυπικός. Ένας political correct man («πολιτικά» ορθός άντρας) κατάλληλος για τις στάσεις, τις συστάσεις και τις περιστάσεις. Όχι ένα μαγκάκι των χαμαιτυπείων.
Γι’ αυτό και μόλις τέλειωσε ο χορός κατέβηκε οργισμένος από τον θρόνο του κι είπε στον Ιπποκλείδη. «Κρίμα λεβέντη μου  μ’ αυτά σου τα καμώματα έχασες και το θρόνο και τη νύφη. Κι ο Ιπποκλείδης, χωρίς σκέψη πολύ, του απάντησε κοφτά. «Σκασίλα μου».
Έτσι ο Ιπποκλείδης, το αρχοντόπουλο, έχασε και πλούτη και τιμές αλλά κέρδισε τις καρδιές όλων κι όχι τυχαία και άδικα έμεινε «αθάνατος στην ιστορία, σαν ο πρώτος ρεμπέτης του ντουνιά».
Κι ας γυρίσει, τώρα, η φτερωτή του μύλου να μας πάει λίγο στην αρχή. Εκεί που αφήσαμε το νήμα...
Για να δούμε, τελικά, ποιο ήταν το σημαντικό διαφοροποιό στοιχείο που έκανε τον Ιπποκλείδη μας να θεωρείται «ο πρώτος ρεμπέτης του ντουνιά». Τι το ιδιαίτερο είχε η συμπεριφορά του και ξεχώρισε από τους άλλους. Ασφαλώς και δεν είναι στις προθέσεις μου η ιδεολογικοποίηση, ούτε, βέβαια, η «κοινωνικοποίηση», με βολευτικές θεωρίες, της συμπεριφοράς του. Όμως, θα ‘ταν άδικο, πολύ άδικο, αν δεν σημειώνονταν ξεκάθαρα εδώ δυο – τρία πράγματα, μαθήματα ζωής, που σηματοδοτούν τον ψυχισμό ενός «μη υπολογιστή» ενός «αυθεντικά όρθιου και μπρούτου» ανθρώπου, όπως:
Η ευθεία και συνειδητή διαφοροποίηση του στην εκτίμηση μιας αξίας, από την εκτίμηση, που έχει η εξουσία για την αξία αυτή, μοιραία τον οδηγεί σε μια ασύνειδη, έστω και υποδόρια, υπονόμευση και αποθεμελίωση της ίδιας της εξουσίας. Και το κάνει.
Δεύτερο: Η φανερή, πρακτική αμφισβήτηση και τολμηρή κόντρα στη δύναμη και το δέος που προκαλεί ο ισχυρός δείχνει πως «η αντίθεση», θέλει ψυχή και ξεπέρασμα προσωπικού φόβου ζωής. Όχι εύκολα πράγματα, δηλαδή. Και το κάνει.
Και τέλος, η ηχηρή απαξίωση και απόρριψη, δίστομο λάζο αυτό, των αξιών της εξουσίας είναι προφανές πως συνιστούν αν μη τι άλλο, την πράξη, την στάση και την συμπεριφορά ώριμου, αξιοπρεπούς, αυθεντικού και όρθιου ανθρώπου (Homo Herectus). Σαν τον Ιπποκλείδη μας, δηλαδή. Τον πρώτο ρεμπέτη του ντουνιά.
Και για να μην ξεχνιόμαστε. Ποιο είναι το ζητούμενο; Φαίνεται δεν το ‘παμε, αλλά το λέμε τώρα. Το ζητούμενο πάντα είναι ή πρέπει να είναι το ξήλωμα του πουλόβερ. Ανεξάρτητα από το πώς και που θα ξεκινήσεις, εκείνο που ενδιαφέρει, σε κάθε περίπτωση, είναι το ξήλωμα. Προσοχή, λοιπόν. Ένα να μην ξεχνάς ποτέ. Το πουλόβερ. Και το ξήλωμά του. Αυτός είναι ο στόχος. Όλα τα άλλα είναι σχόλια «περί όνου σκιάς» για να ψωμίζονται οι θεωρητικολογούντες.

* Κόρδακας: Αρχαίος φαλλικός οργιαστικός χορός (Δομή)

1 σχόλιο: