Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

«Όταν γίνεται πόλεμος εσύ δεν μοιράζεις τριαντάφυλλα»

Επιλογή – σχολιασμός: Δημήτρης Φεργάδης 
Πειραγμένη φράση του
Μπέρτολντ Μπρεχτ
Μπορεί, όμως, να τρέχεις μέσα στο πλήθος
και να μοιράζεις νερό. 
Είμαι ένας απλός, καθημερινός αλλά ιδιαίτερα εσωστρεφής, θα έλεγα, άνθρωπος. Ένας άνθρωπος από αυτούς που ακόμα και για απλές αποφάσεις, δέκα φορές μετράνε και μία κόβουνε. Τούτη, όμως, την φορά, παρακαλώ να με πιστέψετε, ξεπέρασα τον εαυτό μου. Μέτρησα είκοσι, παρακαλώ, φορές (ναι, ναι είκοσι φορές) πριν πάρω την δύσκολη για μένα απόφαση να πω δυο λόγια. Σε ποιους; Περιμένετε, μην βιάζεστε. Θα το μάθετε. Προς το τέλος, ίσως...
Πνίγομαι, αγαπητοί μου. Αυτό νοιώθω. Έτσι νοιώθω. Πνίγομαι. Γιατί δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα από αυτά που συμβαίνουν τώρα τελευταία.
Είμαι, να σας συστηθώ λίγο καλύτερα, λοιπόν, μια και όπως βλέπω, την προχωράμε την κουβέντα, ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος, ένας οικογενειάρχης, ένας, κατά κοινήν ομολογία, άνθρωπος με ...κοινόν νουν. Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, όπως λένε. Νομοταγής, θρήσκος, συμπονετικός. Εκκλησιάζομαι, αδιαλείπτως, άπαξ της εβδομάδος από βαθέως όρθρου. Φιλώ πρώτος το χέρι του παπά που μου δίνει το αντίδωρο, αν και ξέρω τι κουμάσι είναι (Ο Θεός να με συγχωρέσει). Πάντα δε κάνω το σταυρό μου όταν περνάω έξω από εκκλησία ή νεκροταφείο (χτύπα ξύλο Παναγία μου). Υπακούω στους νόμους και σε όλους αυτούς που τους φτιάξανε και λέγονται τώρα «αρχόντοι» και επιφανείς. Παλιούς και νέους. Να, τις προάλλες πιάσανε δίπλα μου ένα νεαρό που μοίραζε κάτι χαρτιά... Δεν αντέδρασα. Γιατί, άλλωστε. Αυτοί που τον πιάσανε, θα ξέρανε. Βάσει νόμου θα κάνανε, ό,τι κάνανε. Οπότε, γιατί να μπλεχτώ εγώ; Και δίνω στους φτωχούς ό,τι προαιρούμαι. Για να σχωρνάνε και τ’ αποθαμένα μου. Να, αν δω καμιά γριούλα έξω από την εκκλησία της δίνω το κάτι τις από το περίσεμά μου, βέβαια. Ναι, από το περίσεμα, γιατί, το καταλαβαίνετε, οι καιροί γίνανε πια δύσκολοι. Πολύ δύσκολοι. Κομμένα, λοιπόν, τα κουβαρνταλίκια.Το μόνο μου έξοδο είναι κανα τσιπουράκι. Άντε δύο... Το πολύ...
Ειδήσεις βλέπω, πάντα, από τα κρατικά κανάλια, καθώς και ντοκιμαντέρ. Με αρέσουνε. Πολύ. Εφημερίδα έπαψα να παίρνω από καιρό. Εκτός καμιάς αθλητικής που και πού. Για την ομαδάρα μας... Ακριβήνανε, αγαπητέ μου. Ακριβήνανε και τα λεπτά... λιγόστεψαν. Βολεύομαι, όμως, με εκείνες τις δωρεάν. Free press, νομίζω τις λένε. Εντάξει. Μαθαίνω τα νέα, αλλά τι νέα είναι, άστο καλύτερα...
Και τώρα σταματάω, αγαπητέ μου, σ’ αυτό που είπα λίγο πιο πάνω. «Τα λεπτά λιγόστεψαν». Λιγοστεύουν. Και δεν το καταλαβαίνω. Καθόλου. Κάθε μέρα και λιγότερα. Λες και κηρύχθηκε πόλεμος. Εγώ, μια ζωή από το πρωί μέχρι το βράδυ στο μεροκάματο. Δεν λέω, Δόξα τω Θεώ. Τα ‘βγαζα πέρα. Δύσκολα, ναι, αλλά πορευόμουν. Τώρα; Έχασα τ’ αυγά και τα πασχάλια. Και κάποιοι πονηροί που κυβερνούσαν, όπως φαίνεται, μας κοίμιζαν και μας κλέβανε. Γι’ αυτό, είπα, να βγω λίγο έξω από το καβούκι μου. Να μου πούνε και να πω δυο πράγματα. Είπαμε, οικογενειάρχης είμαι, απλός άνθρωπος είμαι, ...βλάκας όμως δεν είμαι, ούτε κι ο χρειαζούμενος ηλίθιος που πάντα αναζητούνε. Ούτε και πονηρά συμφέροντα εξ άλλου έχω, ούτε και το δάχτυλό μου έχω βάλει ποτέ σε ξένο βάζο με μέλι. Γι’ αυτό, λέω, να τολμήσω, βρε αδελφέ κι εγώ κάτι. Πως το ‘λεγαν εκείνο οι πρόγονοί μας. «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». Έτσι μπράβο.
Μίλησα, λοιπόν, με πολλούς. Άλλοι ξέρανε λίγα και λέγανε πολλά και οι λίγοι που ξέρανε πολλά λέγανε λίγα. Μετρημένα. Όμως, από ό,τι καταλάβαινα, αν και μιλάνε λίγο περίεργα και με «ιδιωματισμούς», σωστά πράγματα λέγανε.
«Μπούκωσε, γείτονα, μπούκωσε το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Αυτό μέσα στο οποίο ζούμε. Για τα κέρδη τους βγάλανε πολλά πράγματα, που όπως αποδείχθηκε, δεν χρειαζόντουσαν. Και τώρα κάποιος πρέπει να τους τα πληρώσει. Εμείς, δηλαδή. Γι’ αυτό μας πάνε πίσω στο Μεσαίωνα. Στα μεροκάματα πίσω. Στα δικαιώματά μας πίσω. Σε όλα πίσω. Στην σπηλιά με τις νυχτερίδες μας βάλανε. Με τα βαμπίρ. Πούλησαν την Ελλάδα, γείτονα. Για «πειραματόζωο». Την Ελλάδα με τα πετρέλαια, με το αέριο, με το χρυσό και πάνω από όλα με την ιστορία της, με τον ήλιο της και με τα παιδιά της, εμάς. Λες κι ήτανε οικόπεδο της μάνας τους. Για να εξυπηρετήσουνε τα αφεντικά τους, βλέπεις... Την ξένη και τη ντόπια οικονομική ελίτ ή αλλιώς πως τους νταβατζήδες και τους ντόπιους εκπροσώπους τους. Είναι γνωστοί οι ένοχοι, τα πουλητάρια. Και οι σημερινοί και οι προηγούμενοι. Οι επίορκοι.
Και που ‘σαι, γείτονα, μην ακούς αυτά που λένε. Δεν μας σώζουν ούτε τα μνημόνιά τους, ούτε τα μεσοπρόθεσμα, ούτε οι εφαρμοστικοί νόμοι που μας πουλάνε μαζί με το μεσιανιλίκι τους και τον πατριωτισμό τους. Πιο βαθιά στο χώμα μας βάζουνε. Εμάς και τα παιδιά μας. Οι ολετήρες. Γι’ αυτό, σου λέω, κοίτα εσύ τι θα κάνεις. Εγώ, ξέρω, θα κατέβω, όπως πάντα «κάτω». Πρέπει να νοιώσουνε ότι δεν είμαστε δεδομένοι. Πρέπει να αντιδράσουμε. Οργανωμένα, δυναμικά, με στόχους. Μόνο εμείς μπορούμε να σώσουμε και να σωθούμε. Αυτό πρέπει να πιστέψουμε».
Είπε αυτά... Κι έφυγε...
Κι έμεινα... με το πρόβλημα. Κάπως, λυμένο, όμως, τώρα. Σας είπα, λίγο περίεργος ο γείτονας. Αλλά σωστός, διαφωτιστικός, ξεκάθαρος. «Τα σύκα – σύκα και η σκάφη – σκάφη». Έτσι δεν το λέει ο ποιητής; Τα λόγια του βαρίδια. Και θυμήθηκα... Τι θυμήθηκα με τις περίεργες, υπόγειες διαδρομές που κάνει το μυαλό.
Θυμήθηκα ένα ντοκιμαντέρ που είδα την περασμένη εβδομάδα (22.06.2011) στη ΝΕΤ και στην εκπομπή του Γιώργου Αυγερόπουλου, ο «Εξάντας». Η παράνομη αλιεία ήταν το θέμα του. Πειρατικά σαπιοκάραβα, τεράστια αλιευτικά και μηχανότρατες σαρώνανε και κατακλέβανε όλο τον θαλάσσιο πλούτο και τους ψαρότοπους της Δυτικής Αφρικής. Λέπι δεν αφήνανε για τους ντόπιους ψαράδες που πέθαιναν αυτοί και οι οικογένειες τους, κυριολεκτικά, από την πείνα. Ή στην καλύτερη περίπτωση καταλήγανε φτωχοδιάβολοι μετανάστες, σακάτηδες πολλοί, στις χώρες της Ευρώπης. Η εκμετάλλευση, η αρπαγή του πλούτου των Χωρών της Δυτικής Αφρικής στα πιο ακραία όρια. Αυτό θυμήθηκα και όχι δύσκολα το «έδεσα» με αυτό που γίνεται τώρα στην χώρα μας. Κλέφτες, είπα. Πειρατές, είπα, με τα ντόπια τσιράκια τους, λυμαίνονται και την δική μου χώρα. Και ρουφάνε κι εδώ με τον τρόπο τους το αίμα. Κι εκείνων και το δικό μας. Κάτι πρέπει να γίνει, λοιπόν, είπα. Δυνατά μάλιστα. Για να «ξυπνήσω», τουλάχιστον, εγώ. Ποτέ δεν είναι αργά... Θα κατέβω, λοιπόν, κι εγώ «κάτω». Και θα τον βρω... Αλλά κι αν δεν τον βρω... Δεν πειράζει... Θα ‘ναι άλλοι... Εξ’ άλλου «αυτοί» μοιάζουνε. Εκεί θα πάω. Έστω και ένας παραπάνω, μετράει. Χρειάζεται, πως το λένε «αυτοί», ξεσηκωμός, Ναι, ξεσηκωμός...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου