Το βρήκα και το διάβασα στο protagon.gr - χωρίς να γνωρίζω την συγγραφέα - και είπα να το μοιραστώ μαζί σας, τώρα που τα φώτα της δημοσιότητας δεν είναι πάνω στο πάρκο. Λίγη υπομονή. Εκλογές έρχονται και οι σωτήρες πάλι θα φανούν.
της Μαρίας Μπουτζέτη*
Μια απογευματινή βόλτα και μια πρόταση φίλων, με κατηύθυναν στο Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης Αντώνης Τρίτσης, ένα από τα λιγοστά σημεία του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, που θα μπορούσε ιδανικά να αποτελεί μια δημόσια προοπτική απόδρασης, έκτασης 1.200 περίπου στρεμμάτων. Δε θα επιχειρήσω την περιγραφική αποτύπωση της έκδηλης εικόνας εγκατάλειψης. Άλλωστε ήδη από την υποδοχή, ο χώρος φροντίζει να σου μιλήσει ο ίδιος για την ταυτότητά του. Δεν υποδύεται τίποτα περισσότερο από αυτό που μπορεί να διηγηθεί. Απλά σε πείθει για την ξεχασμένη αίγλη μιας ακόμη χαμένης ευκαιρίας. Και μέσα από αυτήν τη βουβή ταπεινότητά του, γίνεται γλυκά συμπαθής.
Ξεπερνώντας την αρχική, αμήχανη ειλικρίνειά του, ο χώρος καταφέρνει να περισώσει κάτι από την «ευπαθή» αξιοπρέπειά του, ξετυλίγοντας κατά την περιδιάβαση ορισμένες γοητευτικές πτυχές του.
Ποικιλομορφία βλάστησης, δράσεις περιβαλλοντικού χαρακτήρα, μία βασιλική έπαυλη γοτθικού ρυθμού, ένα παραδοσιακό καφενείο μιας παλιάς αυλής με έναν θεόρατο γάτο ως σήμα κατατεθέν, γραφικά οικοδομήματα που συνυπάρχουν - δυστυχώς - με κακοδιατηρημένες μεταλλικές κατασκευές, μάλλον ασύμβατες με την εγγενή αισθητική του χώρου.
Παρά ταύτα, ο χώρος δεν καθίσταται ένας ευχάριστος, αμέριμνος περίπατος. Και αυτό, γιατί μέσα του όλα μοιάζουν, υποταγμένα στη μοίρα της φθοράς, να αργοπεθαίνουν. Το μόνο στοιχείο που με κάποια - θαρρείς - «αναίδεια» επιμένει να φωνάζει ζωή, είναι η λίμνη με τις πάπιες. Τελικά το πάρκο, με έναν τελείως παράδοξο τρόπο, καταφέρνει να εκπληρώνει τον στόχο του. Να ευαισθητοποιεί.
Να έφταιξε η συννεφιά για τις δυσάρεστες σκέψεις; Αναρωτήθηκα όμως πώς και γιατί μπορούμε να σκοτώνουμε ό,τι όμορφο υπάρχει. Γιατί δεν καταφέρνουμε να δώσουμε περιθώρια αναπνοής σε κάθε απόπειρα αναβάθμισης του αφιλόξενου αστικού περιβάλλοντος;
Αποτέλεσμα αδράνειας; Απόρροια ατομισμού; Αντικατοπτρισμός της πρόσκαιρης θέασης των πραγμάτων, που μας χαρακτηρίζει; Δοκίμασα κάπως να μας δικαιολογήσω, ίσως και να παρηγορηθώ, με το άλλοθι ότι είναι τα δυσεπίλυτα προβλήματα της καθημερινότητας που μας έχουν απορροφήσει. Ότι φταίει η συνθήκη και όχι η ουσία μας. Ενώπιον όμως μιας ακόμη πιο δυσάρεστης όψης, τρόμαξα. Ίσως τελικά δεν είμαστε ικανοί να αγαπάμε. Να αγαπάμε σταθερά, αμετακίνητα, δεσμευτικά σε όλες τις συνθήκες• και στις δυσχερείς. Να δείχνουμε αφοσίωση σε ένα ανώτερο, κοινό αγαθό.
Έτσι, για τον δημόσιο χώρο, ο δρόμος της «ευθανασίας», συστηματικά αποδεικνύεται ο πιο βατός.
Και τον απαξιώνουμε, σαν μια ωραία γκόμενα που βαρεθήκαμε πια...
Ξεπερνώντας την αρχική, αμήχανη ειλικρίνειά του, ο χώρος καταφέρνει να περισώσει κάτι από την «ευπαθή» αξιοπρέπειά του, ξετυλίγοντας κατά την περιδιάβαση ορισμένες γοητευτικές πτυχές του.
Ποικιλομορφία βλάστησης, δράσεις περιβαλλοντικού χαρακτήρα, μία βασιλική έπαυλη γοτθικού ρυθμού, ένα παραδοσιακό καφενείο μιας παλιάς αυλής με έναν θεόρατο γάτο ως σήμα κατατεθέν, γραφικά οικοδομήματα που συνυπάρχουν - δυστυχώς - με κακοδιατηρημένες μεταλλικές κατασκευές, μάλλον ασύμβατες με την εγγενή αισθητική του χώρου.
Παρά ταύτα, ο χώρος δεν καθίσταται ένας ευχάριστος, αμέριμνος περίπατος. Και αυτό, γιατί μέσα του όλα μοιάζουν, υποταγμένα στη μοίρα της φθοράς, να αργοπεθαίνουν. Το μόνο στοιχείο που με κάποια - θαρρείς - «αναίδεια» επιμένει να φωνάζει ζωή, είναι η λίμνη με τις πάπιες. Τελικά το πάρκο, με έναν τελείως παράδοξο τρόπο, καταφέρνει να εκπληρώνει τον στόχο του. Να ευαισθητοποιεί.
Να έφταιξε η συννεφιά για τις δυσάρεστες σκέψεις; Αναρωτήθηκα όμως πώς και γιατί μπορούμε να σκοτώνουμε ό,τι όμορφο υπάρχει. Γιατί δεν καταφέρνουμε να δώσουμε περιθώρια αναπνοής σε κάθε απόπειρα αναβάθμισης του αφιλόξενου αστικού περιβάλλοντος;
Αποτέλεσμα αδράνειας; Απόρροια ατομισμού; Αντικατοπτρισμός της πρόσκαιρης θέασης των πραγμάτων, που μας χαρακτηρίζει; Δοκίμασα κάπως να μας δικαιολογήσω, ίσως και να παρηγορηθώ, με το άλλοθι ότι είναι τα δυσεπίλυτα προβλήματα της καθημερινότητας που μας έχουν απορροφήσει. Ότι φταίει η συνθήκη και όχι η ουσία μας. Ενώπιον όμως μιας ακόμη πιο δυσάρεστης όψης, τρόμαξα. Ίσως τελικά δεν είμαστε ικανοί να αγαπάμε. Να αγαπάμε σταθερά, αμετακίνητα, δεσμευτικά σε όλες τις συνθήκες• και στις δυσχερείς. Να δείχνουμε αφοσίωση σε ένα ανώτερο, κοινό αγαθό.
Έτσι, για τον δημόσιο χώρο, ο δρόμος της «ευθανασίας», συστηματικά αποδεικνύεται ο πιο βατός.
Και τον απαξιώνουμε, σαν μια ωραία γκόμενα που βαρεθήκαμε πια...
*Η Μαρία Μπουτζέτη είναι Υποψήφια Διδάκτωρ στην Πολιτική Επικοινωνία και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου