Αναζητώντας τη νεφελοκοκκυγία
Γράφει ο Δημήτρης Φεργάδης
Κείμενα σαν κι αυτό του καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Τάσου Γιαννίτση με τίτλο (ενδιαφέροντα, ελπιδοφόρο!!!) «Αναζητώντας το “διαφορετικό” στην πολιτική» (Βήμα 1/9/13 σελ. Α15) δημοσιεύονται πλήθος τελευταία στον τύπο. Ημερήσιο και εβδομαδιαίο. Συχνά δε προκαλούν προβληματισμούς και πολλές φορές σκέψεις με την ηθικοτεχνοκρατική τους αφέλεια (;) και περισσότερο την υποδόρια σκοπιμότητά τους. Όπως σε εμένα, τώρα.
Γιατί παρά τον προϊδεασμό του τίτλου, τον μεστό, καθηγητικό μεν, αλλά και ρέοντα «λόγο του κειμένου», ο αναγνώστης ουδέν αντιλαμβάνεται ως νέον, ουδέν ως διαφορετικό και ουδέν έτι ως ρεαλιστικώς ελπιδοφόρο. Ως πράξη μετρημένης …απελπισίας, πιθανόν, ως και αγωνιώδους, προσέτι και μαζί, προσπάθειας μη ρηγμάτωσης του ...«κύκλου με την κιμωλία». Αδειανά, λοιπόν, για άλλη μια φορά τα πουκάμισα κ. καθηγητά...
Ίσως, φαίνεται, κείμενα αυτού του ύφους και περιεχομένου σοβαροφανέστατα, εκλεπτυσμένα απεραντολογούντα και στηριζόμενα, συνήθως στην πατίνα της επιστημοσύνης (και του ονόματος) του κάθε φορά γράφοντος, επιλέγονται ή «παραγγέλλονται» γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Λένε τόσα πολλά και (με κρυστάλλινη διαύγεια) νεφελώδη, σημειώνουν τόσες «συνθήκες» και τόσες προϋποθέσεις (δύο, τριών και πλέον ερμηνειών) για την πραγμάτωση της προτεινόμενης λύσης, που στο τέλος ο αναγνώστης κουρασμένος από τόσες, στοιβαγμένες ανάκατα, ελπίδες κάθεται (δυστυχώς) θλιβερά και φρόνιμα με τον φραπέ του στον (χρωστούμενο, πιθανώς) καναπέ του. Όπερ και το (αναμολογήτως) ζητούμενο. Ο αποπροσανατολισμός, ο εφησυχασμός και στο βάθος ασφαλώς η παγίδευση. Με εκείνο το απλοϊκά ανατρεπτικό, τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη να αγνοείται.
Γι’ αυτό και τελευταία (μόνο;) η σαφής προτίμηση των «εκδοτών» προς τους αρθρογράφους – καθηγητές, ειδικούς επί παντός (ω, του φωτεινού σέλαος, ακτίνα) επιστητού, έναντι των δημοσιογράφων. Κάνουν, καλά, πολύ καλά την δουλειά οι κ.κ. καθηγητές. Εξάλλου γνωρίζουν, επίσης, πολύ καλά το σύστημα και τις αντοχές του. Από τα μέσα… (Οι δημοσιογράφοι, άραγε, τι λένε;).
Φυσικά και για τίποτα από όσα διάβασα, δεν ένοιωσα έκπληξη. Τα «πάντα όλα» ήταν τακτοποιημένα με τάξη (τα ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι / σε πράσινο πολύτιμο μετάξι*) και με προσοχή μέσα στο πλέγμα των φιλοσοφικών – κοινωνικών θεωρήσεων και αναζητήσεων (;) του συντάκτη. Το τι, στο βάθος, βάθος μπορεί να ζητούσε ο κ. καθηγητής, φοβάμαι πως δεν καλοκατάλαβα. Η απάντηση, (κυριολεκτικά και μεταφορικά), θαρρώ, όμως, πως μπορεί να είναι, «Μία από τα ίδια». Ακριβώς!!!
Ουδόλως μεμπτόν και ορθολογικά αναμενόμενο. Είπαμε, καθοριστικός παράγων, η γνώση του συστήματος.
Γιατί παρά τον προϊδεασμό του τίτλου, τον μεστό, καθηγητικό μεν, αλλά και ρέοντα «λόγο του κειμένου», ο αναγνώστης ουδέν αντιλαμβάνεται ως νέον, ουδέν ως διαφορετικό και ουδέν έτι ως ρεαλιστικώς ελπιδοφόρο. Ως πράξη μετρημένης …απελπισίας, πιθανόν, ως και αγωνιώδους, προσέτι και μαζί, προσπάθειας μη ρηγμάτωσης του ...«κύκλου με την κιμωλία». Αδειανά, λοιπόν, για άλλη μια φορά τα πουκάμισα κ. καθηγητά...
Ίσως, φαίνεται, κείμενα αυτού του ύφους και περιεχομένου σοβαροφανέστατα, εκλεπτυσμένα απεραντολογούντα και στηριζόμενα, συνήθως στην πατίνα της επιστημοσύνης (και του ονόματος) του κάθε φορά γράφοντος, επιλέγονται ή «παραγγέλλονται» γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Λένε τόσα πολλά και (με κρυστάλλινη διαύγεια) νεφελώδη, σημειώνουν τόσες «συνθήκες» και τόσες προϋποθέσεις (δύο, τριών και πλέον ερμηνειών) για την πραγμάτωση της προτεινόμενης λύσης, που στο τέλος ο αναγνώστης κουρασμένος από τόσες, στοιβαγμένες ανάκατα, ελπίδες κάθεται (δυστυχώς) θλιβερά και φρόνιμα με τον φραπέ του στον (χρωστούμενο, πιθανώς) καναπέ του. Όπερ και το (αναμολογήτως) ζητούμενο. Ο αποπροσανατολισμός, ο εφησυχασμός και στο βάθος ασφαλώς η παγίδευση. Με εκείνο το απλοϊκά ανατρεπτικό, τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη να αγνοείται.
Γι’ αυτό και τελευταία (μόνο;) η σαφής προτίμηση των «εκδοτών» προς τους αρθρογράφους – καθηγητές, ειδικούς επί παντός (ω, του φωτεινού σέλαος, ακτίνα) επιστητού, έναντι των δημοσιογράφων. Κάνουν, καλά, πολύ καλά την δουλειά οι κ.κ. καθηγητές. Εξάλλου γνωρίζουν, επίσης, πολύ καλά το σύστημα και τις αντοχές του. Από τα μέσα… (Οι δημοσιογράφοι, άραγε, τι λένε;).
Φυσικά και για τίποτα από όσα διάβασα, δεν ένοιωσα έκπληξη. Τα «πάντα όλα» ήταν τακτοποιημένα με τάξη (τα ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι / σε πράσινο πολύτιμο μετάξι*) και με προσοχή μέσα στο πλέγμα των φιλοσοφικών – κοινωνικών θεωρήσεων και αναζητήσεων (;) του συντάκτη. Το τι, στο βάθος, βάθος μπορεί να ζητούσε ο κ. καθηγητής, φοβάμαι πως δεν καλοκατάλαβα. Η απάντηση, (κυριολεκτικά και μεταφορικά), θαρρώ, όμως, πως μπορεί να είναι, «Μία από τα ίδια». Ακριβώς!!!
Ουδόλως μεμπτόν και ορθολογικά αναμενόμενο. Είπαμε, καθοριστικός παράγων, η γνώση του συστήματος.
Όμως, όλα τα λεφτά στην θεωρητική ανάλυση μιας προσέγγισης διαφορετικής, κατά τον συντάκτη, πολιτικής, ήταν η «διαπίστωση» πως για όλα τα κακά που βρήκανε και βρίσκουνε την Δυσδεμόνα, υπεύθυνος μοναδικός είναι ο Άλφα του Κενταύρου και όχι ο «αναπαραγόμενος», ως Λερναία Ύδρα, πανταχού (κρυφίως) παρών (ιδιοτελέστατος) Ιάγος. Η «ταμπακέρα» που λέμε.
Να ποια κατά τον κ. καθηγητή είναι η βολευτική αιτία της κακοδαιμονίας μας. «Το πρόβλημα της χώρας είναι η αδύναμη “διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα” της, η αποδυνάμωση της παραγωγικής βάσης και η αδύναμη σχέση της πολιτικής και της επιχειρηματικής πραγματικότητας…». Πράγμα που σε απλά ελληνικά σημαίνει πως όταν με το «καλό» στο μέλλον (να πάλι η νεφελώδης απροσδιοριστία) οι δείκτες των συγκεκριμένων διαρθρωτικών παραμέτρων (ορισμένων και ελεγχομένων, ασφαλώς, από καθηγητικές αυθεντίες) πάρουν τα πάνω τους και φύγει η «ψώρα» του νέου και του άλλου, (οσμή ανατροπής για πεινώντες και διψώντες) τότε και θα επιτραπεί (από ποιους, παρακαλώ;) στον άμοιρο (άμοιρο; Τον κακό του τον φλάρο…) πολίτη αυτής της χώρας να περπατήσει πάλι πάνω στο πεζοδρόμιο. Και ο γάτος, δυστυχώς, μια από τα ίδια, θα αρχίσει πάλι να κυνηγάει την ουρά του. Σ’ έναν ατέρμονα κύκλο. Νομίζοντας, όμως, πως είναι σ’ άλλο «σπίτι». Οδυνηρό πολύ. Το ίδιο και θλιβερό. Το αποπροσανατολιστικό και απογοητευτικό μίγμα λύσεων που προσφέρεται στον πολίτη, όταν το μέγιστο μέρος της πιο πάνω φράσης «από ποιους, παρακαλώ» αναλογεί και αντιστοιχεί στο τωρινό (δεν ήταν πάντα έτσι) κατεστημένο (έμποροι της πολιτικής, τσιράκια τους, μεγαλοκαθηγητάδες, διανόηση, καλλιτέχνες, «άφωνοι» - τώρα - μεγαλοτραγουδιστάδες κλπ, κλπ, κλπ).
Που, αν δεν σφυρίζει αδιάφορα (το κατεστημένο) στήνει («ανεπαισθήτως») επικίνδυνες παγίδες με την εκκωφαντική και όχι κατ’ ανάγκην, πάντα, ύποπτη «σιωπή» του.
Η πλατωνική «τρυφώσα» πόλις είναι καιρός να παραδώσει τα κλειδιά. Μια άλλη πόλη (Επικούρεια; Ίσως) πιο ανθρώπινη, με άλλες αξίες, με άλλη καθημερινότητα στη δουλειά και στη ζωή είναι μπροστά. Γιατί η ζωή δεν σταματά. Ψάχνει για το άλλο. Θέλει ν ‘ αλλάξει. Πρέπει ν’ αλλάξει. Τόχει ανάγκη. (πειραγμένος στίχος του Μπ. Μπρεχτ. Από την αφίσα της ΚΝΕ για το 39ο Φεστιβάλ της).
Εδώ, κάπου, είχα ολοκληρώσει το «παρόν» γραπτό μου, πριν πέντε-έξι περίπου ημέρες. Άργησα, όμως, να το δώσω για δημοσίευση. Κι έτσι ήρθε και με πρόλαβε ο Γ. Βέλτσος.
Στο «Βήμα», λοιπόν, της 8/9/13 στη σελ. Α37 ο Γ. Βέλτσος (πολύ τον κάνω …κέφι, και με το συμπάθιο, που λένε) στο άρθρο του με τίτλο (γ… τους τίτλους) «ο δάκος της “Ελιάς”», αναφερόμενος – μεταξύ και άλλων – στο ίδιο άρθρο του κ. Τ. Γιαννίτση, που αναφέρομαι κι εγώ, (κι η Μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες) ούτε λίγο ούτε πολύ συνιστά (με το χαρακτηριστικό του ύφος και ιδιόλεκτο) ευγενικά (σαν τροχισμένο νυστέρι) στον (και φίλο του, νομίζω) κ καθηγητή να αφήσει στην πάντα προσπάθειες και θεωρητικές προσεγγίσεις αναβίωσης και αναστήλωσης πεθαμένων Θεών και γκρεμισμένων Ναών. Έτσι απλά…
Τον σφάζει με το μπαμπάκι, που λένε. Και όχι μόνο τον κ. καθηγητή. Πολύ το φχαριστήθηκα.
«Κατά τη σάλα σας και τα έπιπλά σας», όμως, λέει χωρίς κρατήματα πιο καίρια και καθαρά ο λαός προς όλη αυτήν την σημαιοκουνούσα κατεστημένη ιντελιγκέντσια, που βάρβαρα και κακότεχνα προσβάλλει, ρηγματώνει και ακρωτηριάζει την αισθητική της αλήθειας, του νέου και της ζωής.
Αμ, πως…
* Κ. Καβάφης
Να ποια κατά τον κ. καθηγητή είναι η βολευτική αιτία της κακοδαιμονίας μας. «Το πρόβλημα της χώρας είναι η αδύναμη “διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα” της, η αποδυνάμωση της παραγωγικής βάσης και η αδύναμη σχέση της πολιτικής και της επιχειρηματικής πραγματικότητας…». Πράγμα που σε απλά ελληνικά σημαίνει πως όταν με το «καλό» στο μέλλον (να πάλι η νεφελώδης απροσδιοριστία) οι δείκτες των συγκεκριμένων διαρθρωτικών παραμέτρων (ορισμένων και ελεγχομένων, ασφαλώς, από καθηγητικές αυθεντίες) πάρουν τα πάνω τους και φύγει η «ψώρα» του νέου και του άλλου, (οσμή ανατροπής για πεινώντες και διψώντες) τότε και θα επιτραπεί (από ποιους, παρακαλώ;) στον άμοιρο (άμοιρο; Τον κακό του τον φλάρο…) πολίτη αυτής της χώρας να περπατήσει πάλι πάνω στο πεζοδρόμιο. Και ο γάτος, δυστυχώς, μια από τα ίδια, θα αρχίσει πάλι να κυνηγάει την ουρά του. Σ’ έναν ατέρμονα κύκλο. Νομίζοντας, όμως, πως είναι σ’ άλλο «σπίτι». Οδυνηρό πολύ. Το ίδιο και θλιβερό. Το αποπροσανατολιστικό και απογοητευτικό μίγμα λύσεων που προσφέρεται στον πολίτη, όταν το μέγιστο μέρος της πιο πάνω φράσης «από ποιους, παρακαλώ» αναλογεί και αντιστοιχεί στο τωρινό (δεν ήταν πάντα έτσι) κατεστημένο (έμποροι της πολιτικής, τσιράκια τους, μεγαλοκαθηγητάδες, διανόηση, καλλιτέχνες, «άφωνοι» - τώρα - μεγαλοτραγουδιστάδες κλπ, κλπ, κλπ).
Που, αν δεν σφυρίζει αδιάφορα (το κατεστημένο) στήνει («ανεπαισθήτως») επικίνδυνες παγίδες με την εκκωφαντική και όχι κατ’ ανάγκην, πάντα, ύποπτη «σιωπή» του.
Η πλατωνική «τρυφώσα» πόλις είναι καιρός να παραδώσει τα κλειδιά. Μια άλλη πόλη (Επικούρεια; Ίσως) πιο ανθρώπινη, με άλλες αξίες, με άλλη καθημερινότητα στη δουλειά και στη ζωή είναι μπροστά. Γιατί η ζωή δεν σταματά. Ψάχνει για το άλλο. Θέλει ν ‘ αλλάξει. Πρέπει ν’ αλλάξει. Τόχει ανάγκη. (πειραγμένος στίχος του Μπ. Μπρεχτ. Από την αφίσα της ΚΝΕ για το 39ο Φεστιβάλ της).
Εδώ, κάπου, είχα ολοκληρώσει το «παρόν» γραπτό μου, πριν πέντε-έξι περίπου ημέρες. Άργησα, όμως, να το δώσω για δημοσίευση. Κι έτσι ήρθε και με πρόλαβε ο Γ. Βέλτσος.
Στο «Βήμα», λοιπόν, της 8/9/13 στη σελ. Α37 ο Γ. Βέλτσος (πολύ τον κάνω …κέφι, και με το συμπάθιο, που λένε) στο άρθρο του με τίτλο (γ… τους τίτλους) «ο δάκος της “Ελιάς”», αναφερόμενος – μεταξύ και άλλων – στο ίδιο άρθρο του κ. Τ. Γιαννίτση, που αναφέρομαι κι εγώ, (κι η Μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες) ούτε λίγο ούτε πολύ συνιστά (με το χαρακτηριστικό του ύφος και ιδιόλεκτο) ευγενικά (σαν τροχισμένο νυστέρι) στον (και φίλο του, νομίζω) κ καθηγητή να αφήσει στην πάντα προσπάθειες και θεωρητικές προσεγγίσεις αναβίωσης και αναστήλωσης πεθαμένων Θεών και γκρεμισμένων Ναών. Έτσι απλά…
Τον σφάζει με το μπαμπάκι, που λένε. Και όχι μόνο τον κ. καθηγητή. Πολύ το φχαριστήθηκα.
«Κατά τη σάλα σας και τα έπιπλά σας», όμως, λέει χωρίς κρατήματα πιο καίρια και καθαρά ο λαός προς όλη αυτήν την σημαιοκουνούσα κατεστημένη ιντελιγκέντσια, που βάρβαρα και κακότεχνα προσβάλλει, ρηγματώνει και ακρωτηριάζει την αισθητική της αλήθειας, του νέου και της ζωής.
Αμ, πως…
* Κ. Καβάφης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου